ναυμαχέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυμᾰχέω:''' ([[ναύμαχος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μάχομαι]] με [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], εμπλέκομαι σε [[ναυμαχία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ναυμαχέω]] τὴνπερὶ [[τῶν]] [[κρεῶν]], [[μάχομαι]] για τις σορούς των [[νεκρών]] της ναυμαχίας (δηλ. των Αργινουσών), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[κάτι]]· <i>κακοῖς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ναυμᾰχέω:''' ([[ναύμαχος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μάχομαι]] με [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], εμπλέκομαι σε [[ναυμαχία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ναυμαχέω]] τὴνπερὶ [[τῶν]] [[κρεῶν]], [[μάχομαι]] για τις σορούς των [[νεκρών]] της ναυμαχίας (δηλ. των Αργινουσών), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[κάτι]]· <i>κακοῖς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυμαχέω:''' <b class="num">1)</b> сражаться на море, вести морской бой (τινι Her. и πρός τινα Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> перен. сражаться, бороться (κακοῖς τοσοῦτοις Arph.).
}}
}}