3,274,921
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[μύσσομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[μύτη]], [[ρουθούνι]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., ρουθούνια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> από τη [[χρήση]] της [[μύτης]] για να εκφραστεί [[χλευασμός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[μύσσομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[μύτη]], [[ρουθούνι]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., ρουθούνια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> από τη [[χρήση]] της [[μύτης]] για να εκφραστεί [[χλευασμός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυκτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> ноздря, pl. тж. нос (οἱ μυκτῆρες τοῦ ἵππου Her.): ἡ τῶν μυκτήρων [[δύναμις]] Plat. сила ноздрей, т. е. обоняние;<br /><b class="num">2)</b> хобот (τοῦ ἐλέφαντος Arst.);<br /><b class="num">3)</b> носик (λαμπάδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> щупальце (τῶν σηπιῶν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> насмешка, издевка (μ. [[Σωκρατικός]] Anth.). | |||
}} | }} |