3,274,873
edits
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξηροβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηροβατικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών ωδικών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να βαδίζει στην [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βατικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-<i>βατικός</i>. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως [[επιστημονικός]] όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ξηροβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηροβατικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών ωδικών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να βαδίζει στην [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βατικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-<i>βατικός</i>. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως [[επιστημονικός]] όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξηροβᾰτικός:''' ходящий по сухой почве (ὄρνιθες Arst.). | |||
}} | }} |