περιπορεύομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπορεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[ταξιδεύω]] ή [[περιοδεύω]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πολύβ.
|lsmtext='''περιπορεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[ταξιδεύω]] ή [[περιοδεύω]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπορεύομαι:''' <b class="num">1)</b> ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;<br /><b class="num">2)</b> обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν [[κύκλῳ]] Polyb.).
}}
}}