πολυπραγμονέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυπραγμονέω:''' Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ασχολούμαι]] με [[πολλά]] πράγματα, με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[ανακατωσούρης]], [[φιλοπερίεργος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το [[νεωτερίζω]]· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, [[δολοπλοκώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιεργάζομαι]] [[κάτι]], σε Μένανδρ.
|lsmtext='''πολυπραγμονέω:''' Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ασχολούμαι]] με [[πολλά]] πράγματα, με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[ανακατωσούρης]], [[φιλοπερίεργος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το [[νεωτερίζω]]· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, [[δολοπλοκώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιεργάζομαι]] [[κάτι]], σε Μένανδρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπραγμονέω:''' ион. [[πολυπρηγμονέω]]<br /><b class="num">1)</b> заниматься множеством дел, усердствовать не в меру, соваться не в свои дела, суетиться (περί τι и περί τινος Plat.): τὰ [[αὑτοῦ]] πράττειν καὶ μὴ π. Plat. делать свое дело и не соваться в чужие;<br /><b class="num">2)</b> выведывать, разузнавать (τὰ [[κατά]] τινα и τὰ περί τινα Polyb.; πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν [[παρά]] τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> заниматься интригами, строить козни Her.: πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου Xen. за какие-то интриги (Дексипп) был казнен Никандром;<br /><b class="num">4)</b> ревностно исследовать, тщательно изучать (τὰς αἰτίας Plat.; τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν Polyb.): οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Polyb. те, кто исследовал (небесные) явления.
}}
}}