προπίτνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπίτνω:''' ποιητ. αντί [[προπίπτω]], [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[πρηνής]], <i>ἐς γᾶν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''προπίτνω:''' ποιητ. αντί [[προπίπτω]], [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[πρηνής]], <i>ἐς γᾶν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προπίτνω:''' (только praes.) падать ниц (ἐς γᾶν Aesch.): αἰτῶ, [[προπίτνω]], [[λίσσομαι]] Soph. прошу, припадаю к стопам, умоляю.
}}
}}