προδιέρχομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδιέρχομαι:''' αποθ., [[διέρχομαι]] εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από [[πριν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προδιέρχομαι:''' αποθ., [[διέρχομαι]] εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προδιέρχομαι:''' <b class="num">1)</b> ранее (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).
}}
}}