προσμαρτυρέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβεβαιώνω]] με [[μαρτυρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[προσμαρτυρέω]] τινί, [[φέρνω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]] για [[κάτι]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''προσμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβεβαιώνω]] με [[μαρτυρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[προσμαρτυρέω]] τινί, [[φέρνω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]] για [[κάτι]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμαρτῠρέω:''' подкреплять свидетельством, подтверждать (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.
}}
}}