προσοκέλλω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοκέλλω:'''<b class="num">1.</b> [[ρίχνω]] ένα [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., λέγεται για [[πλοίο]], [[πέφτω]] έξω, στον ίδ.
|lsmtext='''προσοκέλλω:'''<b class="num">1.</b> [[ρίχνω]] ένα [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., λέγεται για [[πλοίο]], [[πέφτω]] έξω, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοκέλλω:''' (fut. προσοκελῶ, aor. προσώκειλα)<br /><b class="num">1)</b> приводить к берегу (ναῦν Luc.);<br /><b class="num">2)</b> (о корабле) приставать, вплотную подплывать (τινι Luc.).
}}
}}