πρόσχημα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσχημα:''' -ατος, τό (προ-έχω), αυτό που κρατιέται [[μπροστά]] για [[προφύλαξη]], απ' όπου:<br /><b class="num">I.</b> [[παραπέτασμα]], [[προκάλυμμα]], σε Θουκ.· [[πρόφαση]], [[προσποίηση]], [[πρόσχημα]], φαινομενική [[αιτία]], σε Σοφ.· ομοίως, [[πρόσχημα]] τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαι ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει, [[χρησιμοποιώ]] [[πρόσχημα]] ή [[τέχνασμα]] για να προχωρήσω [[εναντίον]] της Αθήνας, στον ίδ.· με απαρ., [[πρόσχημα]] ποιούμενοι μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ότι δεν θα προδώσουν, σε Θουκ.· επίσης, [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαί τι, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] [[παραπέτασμα]] ή [[προσωπείο]], σε Πλάτ.· [[πρόσχημα]], ως αιτ. απόλ., κατά [[πρόφαση]], [[ψευδώς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]], όπως η [[Μίλητος]] ονομάζεται [[πρόσχημα]] τῆς Ἰωνίης, το κύριο [[στολίδι]] της Ιωνίας, στον ίδ.· και οι Πυθικοί αγώνες, τὸκλεινὸν Ἑλλάδος [[πρόσχημα]] ἀγῶνος, σε Σοφ.· [[πρόσχημα]] τῆς τραγῳδίας, [[επίδειξη]] της τραγωδίας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πρόσχημα:''' -ατος, τό (προ-έχω), αυτό που κρατιέται [[μπροστά]] για [[προφύλαξη]], απ' όπου:<br /><b class="num">I.</b> [[παραπέτασμα]], [[προκάλυμμα]], σε Θουκ.· [[πρόφαση]], [[προσποίηση]], [[πρόσχημα]], φαινομενική [[αιτία]], σε Σοφ.· ομοίως, [[πρόσχημα]] τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαι ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει, [[χρησιμοποιώ]] [[πρόσχημα]] ή [[τέχνασμα]] για να προχωρήσω [[εναντίον]] της Αθήνας, στον ίδ.· με απαρ., [[πρόσχημα]] ποιούμενοι μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ότι δεν θα προδώσουν, σε Θουκ.· επίσης, [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαί τι, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] [[παραπέτασμα]] ή [[προσωπείο]], σε Πλάτ.· [[πρόσχημα]], ως αιτ. απόλ., κατά [[πρόφαση]], [[ψευδώς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]], όπως η [[Μίλητος]] ονομάζεται [[πρόσχημα]] τῆς Ἰωνίης, το κύριο [[στολίδι]] της Ιωνίας, στον ίδ.· και οι Πυθικοί αγώνες, τὸκλεινὸν Ἑλλάδος [[πρόσχημα]] ἀγῶνος, σε Σοφ.· [[πρόσχημα]] τῆς τραγῳδίας, [[επίδειξη]] της τραγωδίας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσχημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> прикрытие, предлог: [[τοῦτο]] μὲν δὴ π. λόγου ἦν Her. это была лишь отговорка; [[τοῦτο]] π. ποιούμενος Lys. прикрываясь этим предлогом; π. ἦν ἀμύνασθαι Thuc. предлогом было возмездие; π. τι ἐξαιτεῖσθαι Her. требовать чего-л. (только) для виду;<br /><b class="num">2)</b> введение, вступление (π. καὶ ἀρχὴ τοῦ λόγου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> украшение, краса (Ἰωνίης Her.; τῆς πόλεως Dem.).
}}
}}