3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πωλέομαι:''' Ιων. [[πωλεῦμαι]]· Επικ., παρατ. [[πωλεύμην]], βʹ ενικ. <i>πωλέο</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[πωλέσκετο]]· μέλ. <i>πωλήσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>πωλήσεαι</i>· θαμιστικό του <i>πολέομαι</i>· [[πηγαίνω]] πέρα-[[δώθε]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], [[συχνάζω]], Λατ. versari in [[loco]]· απ' όπου, [[πηγαινοέρχομαι]], [[τριγυρίζω]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]], εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰς ἡμέτερον</i> ([[δῶμα]]) <i>πωλεύμενοι</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πωλέομαι:''' Ιων. [[πωλεῦμαι]]· Επικ., παρατ. [[πωλεύμην]], βʹ ενικ. <i>πωλέο</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[πωλέσκετο]]· μέλ. <i>πωλήσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>πωλήσεαι</i>· θαμιστικό του <i>πολέομαι</i>· [[πηγαίνω]] πέρα-[[δώθε]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], [[συχνάζω]], Λατ. versari in [[loco]]· απ' όπου, [[πηγαινοέρχομαι]], [[τριγυρίζω]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]], εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰς ἡμέτερον</i> ([[δῶμα]]) <i>πωλεύμενοι</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πωλέομαι:''' <b class="num">I</b> (ион. part. praes. πωλεύμενος, ион. impf. [[πωλεύμην]]) хаживать, приходить, посещать, бывать ([[οὔτε]] ποτ᾽ εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]] [[οὔτε]] ποτ᾽ ἐς πόλεμον Hom.): π. [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] HH расхаживать туда и сюда; π. μετ᾽ ἄλλους Hom. общаться с другими.<br /><b class="num">II</b> med.-pass. к [[πωλέω]]. | |||
}} | }} |