σαλπιγκτής: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σαλπιγκτής:''' οῦ ὁ = [[σαλπικτής]].
}}
}}