σκιατροφέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱτροφέω:''' ή -τρᾰφέω, Ιων. [[σκιητροφέω]], μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανατρέφω]] στη [[σκιά]], δηλ. [[ανατρέφω]] κατ' οίκον, με [[τρυφή]] — Παθ., [[παραμένω]] [[συνεχώς]] στη [[σκιά]], [[αποφεύγω]] τον ήλιο και τον μόχθο, [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο [[κεφάλι]] μου [[σκιάδιο]] ([[κασκέτο]]), [[καλύπτω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ἐσκιατροφηκώς</i>, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκῐᾱτροφέω:''' ή -τρᾰφέω, Ιων. [[σκιητροφέω]], μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανατρέφω]] στη [[σκιά]], δηλ. [[ανατρέφω]] κατ' οίκον, με [[τρυφή]] — Παθ., [[παραμένω]] [[συνεχώς]] στη [[σκιά]], [[αποφεύγω]] τον ήλιο και τον μόχθο, [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο [[κεφάλι]] μου [[σκιάδιο]] ([[κασκέτο]]), [[καλύπτω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ἐσκιατροφηκώς</i>, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱτροφέω:''' ион. [[σκιητροφέω]], атт. v. l. σκιᾱτρᾰφέω досл. держать или воспитывать в тени, перен. нежить, холить: σκιητροφέουσι (sc. τὰς κεφαλὰς) πίλους τιήρας φορέοντες Her. (египтяне) изнеживают себе головы, нося войлочные тиары; σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Her. разбив палатки, они наслаждались тенью; [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς Plat. изнеженный богач; ἐσκιατροφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Plut. физическая изнеженность.
}}
}}