Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλό [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρογγυλοειδῶς</i> Α<br />σε [[σχήμα]] στρογγυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλό [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρογγυλοειδῶς</i> Α<br />σε [[σχήμα]] στρογγυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''στρογγῠλοειδής:''' округленный, круглый ([[στόμιον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλοειδής Medium diacritics: στρογγυλοειδής Low diacritics: στρογγυλοειδής Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: strongyloeidḗs Transliteration B: strongyloeidēs Transliteration C: stroggyloeidis Beta Code: strogguloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.

German (Pape)

[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).