στρεφεδινέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρεφεδῑνέω:''' кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ [[ὄσσε]] Hom. закружилось у него в глазах.
}}
}}