συγκαίω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, μέλ. -[[καύσω]], [[ανάβω]] [[πυρκαγιά]], [[πυρπολώ]] μαζί με κάποιον ή [[αμέσως]], [[κατακαίω]], Λατ. comburere, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγκαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, μέλ. -[[καύσω]], [[ανάβω]] [[πυρκαγιά]], [[πυρπολώ]] μαζί με κάποιον ή [[αμέσως]], [[κατακαίω]], Λατ. comburere, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαίω:''' атт. [[συγκάω]] (ᾱ) (fut. συγκαύσω)<br /><b class="num">1)</b> вместе или сразу сжигать (τὰ ἐπι γῆς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> воспламенять: ὁ συγκαυθεὶς [[ἀήρ]] Plat. раскаленный воздух;<br /><b class="num">3)</b> обмораживать (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog. L.).
}}
}}