συμπαρορμάω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρακινώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] μαζί ή από κοινού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμπαρορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρακινώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] μαζί ή από κοινού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρορμάω:''' одновременно возбуждать (τὴν φιλοτιμίαν τινός Plut.): σ. πρός τι Arst. побуждать к чему-л.
}}
}}