συνδιέξειμι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιέξειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), [[διεξέρχομαι]], [[διαπραγματεύομαι]], [[διέρχομαι]] διαμέσου μαζί με, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιέξειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), [[διεξέρχομαι]], [[διαπραγματεύομαι]], [[διέρχομαι]] διαμέσου μαζί με, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιέξειμι:''' досл. совместно проходить, перен. излагать, обсуждать (πάντα τινί Xen.).
}}
}}