3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τίμημα:''' -ατος, τό (τῑμάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[εκτίμηση]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκτίμηση]] γενομένης ζημίας, [[ποινή]], Λατ. litis [[aestimatio]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, [[πληρωμή]], [[αποζημίωση]], <i>τύμβου</i>, λόγω αμέλειας για τον τάφο του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> αξία περιουσίας που υπόκειται σε φορολόγηση, φορολογήσιμη [[περιουσία]], Λατ. [[census]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ τιμημάτων [[πολιτεία]] = [[τιμοκρατία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''τίμημα:''' -ατος, τό (τῑμάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[εκτίμηση]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκτίμηση]] γενομένης ζημίας, [[ποινή]], Λατ. litis [[aestimatio]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, [[πληρωμή]], [[αποζημίωση]], <i>τύμβου</i>, λόγω αμέλειας για τον τάφο του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> αξία περιουσίας που υπόκειται σε φορολόγηση, φορολογήσιμη [[περιουσία]], Λατ. [[census]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ τιμημάτων [[πολιτεία]] = [[τιμοκρατία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τίμημα:''' ατος (ῑ) τό<br /><b class="num">1)</b> определение стоимости, оценка (τῆς χώρας Dem.): πρίασθαί τι τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας Eur. покупать что-л. согласно справедливой оценке;<br /><b class="num">2)</b> податная оценка имущества, имущественный ценз: οἱ ἀπὸ μακροῦ τιμήματος Arst. граждане с высоким имущественным цензом; ἡ ἀπὸ τιμημάτων [[πολιτεία]] Arst. цензовое государство (в котором должности замещаются в соответствии с имущественным цензом);<br /><b class="num">3)</b> цензовая подать, налог: [[πεντεκαίδεκα]] ταλάντων [[τρία]] τάλαντα τ. (sc. ἐστιν) Dem. налог с имущества в пятнадцать талантов составляет три таланта;<br /><b class="num">4)</b> возда(ва)ние почестей (τ. τύμβου Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> кара, наказание, штраф (τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]] τὸ τ. Plat.);<br /><b class="num">6)</b> юр. возмещение, исковая сумма Isocr. | |||
}} | }} |