τροχαλός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροχᾰλός:''' -ή, -όν ([[τρέχω]]), αυτός που τρέχει, <i>τροχαλόν τινα τιθέναι</i>, κάνω κάποιον να τρέχει [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.· <i>τροχαλοὶ ὄχοι</i>, αυτοί που ρολάρουν [[γρήγορα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τροχᾰλός:''' -ή, -όν ([[τρέχω]]), αυτός που τρέχει, <i>τροχαλόν τινα τιθέναι</i>, κάνω κάποιον να τρέχει [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.· <i>τροχαλοὶ ὄχοι</i>, αυτοί που ρολάρουν [[γρήγορα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχᾰλός:''' <b class="num">1)</b> бегущий, мчащийся (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;<br /><b class="num">2)</b> круглый (γελασῖνοι Anth.).
}}
}}