3,277,114
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροχᾰλός:''' -ή, -όν ([[τρέχω]]), αυτός που τρέχει, <i>τροχαλόν τινα τιθέναι</i>, κάνω κάποιον να τρέχει [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.· <i>τροχαλοὶ ὄχοι</i>, αυτοί που ρολάρουν [[γρήγορα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''τροχᾰλός:''' -ή, -όν ([[τρέχω]]), αυτός που τρέχει, <i>τροχαλόν τινα τιθέναι</i>, κάνω κάποιον να τρέχει [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.· <i>τροχαλοὶ ὄχοι</i>, αυτοί που ρολάρουν [[γρήγορα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροχᾰλός:''' <b class="num">1)</b> бегущий, мчащийся (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;<br /><b class="num">2)</b> круглый (γελασῖνοι Anth.). | |||
}} | }} |