ὑπερκολακεύω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κολακεύω]] υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Δημ.
|lsmtext='''ὑπερκολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κολακεύω]] υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκολᾰκεύω:''' безмерно льстить, окружать бесконечной лестью (τινά Dem.).
}}
}}