3,274,917
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεροπλίζομαι:''' одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.). | |||
}} | }} |