ὑπεροπλίζομαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεροπλίζομαι:''' одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.).
}}
}}