ὑπόλοιπος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόλοιπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει αφεθεί [[πίσω]], αυτός που έχει μείνει [[πίσω]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ ὑπόλοιποι</i>, εκείνοι που παρέμειναν, απέμειναν ζωντανοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ὑπόλοιπον τὸ [[βάραθρον]] γίγνεται, το [[βάραθρο]] όμως [[σου]] μένει, σε Αριστοφ.· <i>ὅσαἦν ὑπόλοιπα</i>, όλα όσα υπολείπονται να γίνουν, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑπόλοιπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει αφεθεί [[πίσω]], αυτός που έχει μείνει [[πίσω]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ ὑπόλοιποι</i>, εκείνοι που παρέμειναν, απέμειναν ζωντανοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ὑπόλοιπον τὸ [[βάραθρον]] γίγνεται, το [[βάραθρο]] όμως [[σου]] μένει, σε Αριστοφ.· <i>ὅσαἦν ὑπόλοιπα</i>, όλα όσα υπολείπονται να γίνουν, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόλοιπος:''' <b class="num">1)</b> оставшийся в живых, уцелевший Her.;<br /><b class="num">2)</b> оставшийся, остающийся Arph., Plat.: ὅσα ἦν ὑπόλοιπα Thuc. то, что оставалось, т. е. недоделанное; τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως Thuc. чтобы довершить разгром афинян; ἡ ὑ. [[ἐλπίς]] Lys. последняя надежда;<br /><b class="num">3)</b> ощущающий недостаток или недостаточный, недостающий ([[ἕξις]] καὶ [[φύσις]] Arst.).
}}
}}