3,242,386
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόστοργος:''' -ον ([[στέργω]]), αυτός που αγαπά τρυφερά, [[στοργικός]], λέγεται για την [[αγάπη]] των γονιών και των παιδιών, των αδελφών, σε Ξεν., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>τὸφιλόστοργον</i>, = [[φιλοστοργία]], σε Ξεν.· επίρρ. [[φιλοστόργως]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φῐλόστοργος:''' -ον ([[στέργω]]), αυτός που αγαπά τρυφερά, [[στοργικός]], λέγεται για την [[αγάπη]] των γονιών και των παιδιών, των αδελφών, σε Ξεν., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>τὸφιλόστοργον</i>, = [[φιλοστοργία]], σε Ξεν.· επίρρ. [[φιλοστόργως]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόστοργος:''' нежно любящий, горячо привязанный ([[παῖς]] Xen.; [[μάτηρ]] Theocr.; [[γυνή]] Plut.): φ. πρός и περί τινα Plut. питающий нежную любовь к кому-л. | |||
}} | }} |