στῦλος: Difference between revisions

4,872 bytes removed ,  1 January 2019
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(R G WH (Trin [[στῦλος]] (so L T (Tr in Passow (or Liddell and Scott), [[under]] the [[word]], at the [[end]] (cf. Chandler §§ 274,275; Lipsius, Gram. Untersuch., p. 43), στύλου, ὁ (from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]), the Sept. [[often]] for עַמּוּד, a [[pillar]], [[column]]: στῦλοι [[πυρός]], pillars of [[fire]], i. e. flames [[rising]] [[like]] columns, ποιήσω αὐτόν στῦλον ἐν τῷ ναῷ [[τοῦ]] Θεοῦ μου, i. e. (dropping the [[figure]]) I [[will]] [[assign]] him a [[firm]] and [[abiding]] [[place]] in the [[everlasting]] [[kingdom]] of God, Lightfoot); Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 5,2 [ET] and the [[note]] in Gebhardt and Harnack (στῦλοι οἴκων [[εἰσί]] παῖδες ἄρσενες, [[Euripides]], Iph. T. 57; examples from (Jewish writings are given by Schoettgen (on Galatians , the [[passage]] cited) and from) ecclesiastical writings by Suicer, Thesaurus, ii, p. 1045f; columen reipublicae, [[Cicero]], pro Sest. 8,19, and [[often]] [[elsewhere]] in Latin authors); a [[prop]] or [[support]]: τῆς ἀληθείας, 1 Timothy 3:15.
|txtha=(R G WH (Trin [[στῦλος]] (so L T (Tr in Passow (or Liddell and Scott), [[under]] the [[word]], at the [[end]] (cf. Chandler §§ 274,275; Lipsius, Gram. Untersuch., p. 43), στύλου, ὁ (from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]), the Sept. [[often]] for עַמּוּד, a [[pillar]], [[column]]: στῦλοι [[πυρός]], pillars of [[fire]], i. e. flames [[rising]] [[like]] columns, ποιήσω αὐτόν στῦλον ἐν τῷ ναῷ [[τοῦ]] Θεοῦ μου, i. e. (dropping the [[figure]]) I [[will]] [[assign]] him a [[firm]] and [[abiding]] [[place]] in the [[everlasting]] [[kingdom]] of God, Lightfoot); Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 5,2 [ET] and the [[note]] in Gebhardt and Harnack (στῦλοι οἴκων [[εἰσί]] παῖδες ἄρσενες, [[Euripides]], Iph. T. 57; examples from (Jewish writings are given by Schoettgen (on Galatians , the [[passage]] cited) and from) ecclesiastical writings by Suicer, Thesaurus, ii, p. 1045f; columen reipublicae, [[Cicero]], pro Sest. 8,19, and [[often]] [[elsewhere]] in Latin authors); a [[prop]] or [[support]]: τῆς ἀληθείας, 1 Timothy 3:15.
}}
{{grml
|mltxt=ο / στῡλος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] επίμηκες στερεό [[σώμα]] που χρησιμεύει [[κυρίως]] για την [[υποστήριξη]] στέγης ή τη [[στερέωση]] ενός αντικειμένου, [[στήλη]], [[κίονας]], [[κολόνα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σταθερός]] [[προστάτης]], ισχυρό [[έρεισμα]] (α. «ο [[πατέρας]] [[είναι]] ο [[στύλος]] της οικογένειας» β. «στῡλοι οἴκων... εἰσὶ παῑδες ἄρσενες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[λεπτό]] σωληνόμορφο [[τμήμα]] του υπέρου, του γυναικείου οργάνου του άνθους, το οποίο συνδέει το [[στίγμα]], [[δηλαδή]] το [[τμήμα]] του υπέρου που δέχεται τη [[γύρη]], με την [[ωοθήκη]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με το [[παραπάνω]] [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> εξέχον και [[λεπτό]] [[τμήμα]] ορισμένων οργάνων σε διάφορα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήλη]], [[συνήθως]] ξύλινη, που δεν χρησιμοποιείται για [[στήριξη]] ενός μόνο αντικειμένου, [[κάθε]] είδους [[στήλη]] («στῡλος ἐν πρῴραις [[στρογγύλος]] εἰστήκει», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> μυτερό μεταλλικό ή κοκάλινο [[αντικείμενο]] με το οποίο έγραφαν σε [[κηρωτή]] [[πινακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στ</i>-<i>ῦ</i>-<i>λος</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (που εδώ εμφανίζεται με τη φωνηεντική του [[μορφή]] -<i>ῡ</i>- και [[μάλιστα]] μακρό αναφορικά [[προς]] το -<i>ῠ</i>- της λ. [[σταυρός]], <b>βλ.</b> και λ. [[σταυρός]], [[στοά]], [[στύω]]) και [[επίθημα]] -<i>λο</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> [[στήλη]], <i>σκῦ</i>-<i>λο</i>-<i>ν</i>). Η λ. [[στῦλος]] μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. <i>sth</i><i>ū</i><i>n</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>st</i><i>ū</i><i>na</i>- «[[στύλος]]», τα οποία εμφανίζουν [[επίθημα]] σε -<i>η</i>- [[αντί]] -<i>l</i>-. Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη Ελληνική με τη σημ. «αιχμηρό [[αντικείμενο]] με το οποίο έγραφαν σε [[κηρωτή]] [[πινακίδα]]», η οποία προήλθε από τον λατ. τ. <i>stilus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στυλ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στυλίδα]](-<i>ίς</i>), [[στυλίδιο]](<i>ν</i>), [[στυλίσκος]], [[στυλίτης]], <i>στυλώ</i>(-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυλάριον]], <i>στύλιον</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στυλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στυλοβάτης]], [[στυλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυλογλύφος]], [[στυλοπαραστάς]], [[στυλοπινάκιον]], [[στυλοποιός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στυλοπύρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στυλογραφία]], [[στυλογράφος]], [[στυλοκέφαλο]], [[στυλόλιθος]], [[στυλοπάτι]], [[στυλοφόρος]], [[στύλωψ]]. (Β' συνθετικό) [[αμφιπρόστυλος]], <i>αραιόστυλος</i>, [[άστυλος]], [[δεκάστυλος]], [[διάστυλος]], [[εξάστυλος]], [[εύστυλος]], [[οκτάστυλος]], [[περίστυλος]], [[πολύστυλος]], [[πρόστυλος]], [[πυκνόστυλος]], [[σύστυλος]], [[τετράστυλος]], [[υπόστυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτόστυλος</i>, [[δωδεκάστυλος]], <i>εκατοντάστυλος</i> / <i>εκατόστυλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίστυλος]], <i>εξώστυλος</i>, [[μακρόστυλος]], [[μονόστυλος]], [[ομόστυλος]], [[ορθόστυλος]], [[τρίστυλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml