συναπολείπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπολείπω''': [[ἀπολείπω]] [[ὁμοῦ]], συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκλείπω]] ἢ χάνομαι [[ὁμοῦ]], συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3.
|lstext='''συναπολείπω''': [[ἀπολείπω]] [[ὁμοῦ]], συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκλείπω]] ἢ χάνομαι [[ὁμοῦ]], συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]] συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, [[Μακεδόνας]] δὲ δισχιλίους», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml