καταμερίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κόπτω]] εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, [[διανέμω]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως [[διανέμω]], «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5.
|lstext='''καταμερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κόπτω]] εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12· εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, [[διανέμω]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως [[διανέμω]], «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly