3,274,816
edits
m (Text replacement - "" to "·") |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερμός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν,.Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 110. Ἡσ. Θ. 696· ([[θέρω]]): ― [[θερμός]], ἐπὶ τῆς ἠπίας θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος τῶν λουτρῶν, θερμὰ λοετρὰ (βραδύτερον καλούμενα Ἡράκλεια λ.) Ἰλ. Ξ. 6, Ὀδ. Θ. 249· λουτρὰ Πίνδ., κλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 3· ἢ ἐπὶ δακρύων, Τ. 362· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς θερμοκρασίας βράζοντος τοῦ ὕδατος, [[αὐτόθι]] 388· τοῦ καίοντος ξύλου, Ι. 388· θ. καύματα, ἐπὶ [[μεγάλης]] θερμότητος, Ἡρόδ. 3. 104 · [[καθόλου]] ἀντίθετον τῷ [[ψυχρός]], [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ θερμῶν μετάλλων ἢ ποτῶν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀμφ. 1. 8, Στερρ. 2, Φερεκρ. ἐν Περσ. 1. 8, κτλ.· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Σοφ. Ο. Κ. 622, Αἴ. 1412 κτλ.· ἐπὶ πυρετικῶν νόσων, Πίνδ. Π. 3. 117, Θουκ. 2. 48· πρβλ. [[θερμαίνω]], [[θέρμη]]. ΙΙ. μεταφ., [[θερμός]], [[ζωηρός]], [[ὁρμητικός]], ὡς τὸ Λατ. calidus, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Εὐμ. 560, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 918, κτλ.· θερμὸς καὶ [[ἀνδρεῖος]] Ἀντιφῶν 119. 38· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πράξεων, πολλὰ καὶ θερμὰ μοχθήσας Σοφ. Τρ. 1046· θ. [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Πλ. 415· δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θερμὸν Ἄμφις ἐν Φιλαδέλφ. 10· θ. [[πόθος]] Ἀνθ. Π. 5. 115· [[φάρμακον]] Ἀλκιφρων 1. 37· μετ’ ἀπαρ., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Ἀντιφῶν 115. 30· ὑπερθ., θερμόταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735. 2) ἔτι [[θερμός]], [[πρόσφατος]], ἴχνη Ἀνθ. Π. 9. 371· ἀτυχήματα Πλούτ. 2. 798Ε· γάμοι Φιλόστρ. 165, ΙΙΙ. τὸ θερμὸν, = [[θερμότης]], ζέστη, Λατ. calor, Ἡρόδ. 1. 142, Πλάτ. Κρατ. 413C, κτλ. | |lstext='''θερμός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν,.Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 110. Ἡσ. Θ. 696· ([[θέρω]]): ― [[θερμός]], ἐπὶ τῆς ἠπίας θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος τῶν λουτρῶν, θερμὰ λοετρὰ (βραδύτερον καλούμενα Ἡράκλεια λ.) Ἰλ. Ξ. 6, Ὀδ. Θ. 249· λουτρὰ Πίνδ., κλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 3· ἢ ἐπὶ δακρύων, Τ. 362· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς θερμοκρασίας βράζοντος τοῦ ὕδατος, [[αὐτόθι]] 388· τοῦ καίοντος ξύλου, Ι. 388· θ. καύματα, ἐπὶ [[μεγάλης]] θερμότητος, Ἡρόδ. 3. 104 · [[καθόλου]] ἀντίθετον τῷ [[ψυχρός]], [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ θερμῶν μετάλλων ἢ ποτῶν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀμφ. 1. 8, Στερρ. 2, Φερεκρ. ἐν Περσ. 1. 8, κτλ.· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Σοφ. Ο. Κ. 622, Αἴ. 1412 κτλ.· ἐπὶ πυρετικῶν νόσων, Πίνδ. Π. 3. 117, Θουκ. 2. 48· πρβλ. [[θερμαίνω]], [[θέρμη]]. ΙΙ. μεταφ., [[θερμός]], [[ζωηρός]], [[ὁρμητικός]], ὡς τὸ Λατ. calidus, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Εὐμ. 560, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 918, κτλ.· θερμὸς καὶ [[ἀνδρεῖος]] Ἀντιφῶν 119. 38· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πράξεων, πολλὰ καὶ θερμὰ μοχθήσας Σοφ. Τρ. 1046· θ. [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Πλ. 415· δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θερμὸν Ἄμφις ἐν Φιλαδέλφ. 10· θ. [[πόθος]] Ἀνθ. Π. 5. 115· [[φάρμακον]] Ἀλκιφρων 1. 37· μετ’ ἀπαρ., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Ἀντιφῶν 115. 30· ὑπερθ., θερμόταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735. 2) ἔτι [[θερμός]], [[πρόσφατος]], ἴχνη Ἀνθ. Π. 9. 371· ἀτυχήματα Πλούτ. 2. 798Ε· γάμοι Φιλόστρ. 165, ΙΙΙ. τὸ θερμὸν, = [[θερμότης]], ζέστη, Λατ. calor, Ἡρόδ. 1. 142, Πλάτ. Κρατ. 413C, κτλ.· - «θερμόν· τὸ [[θέρος]] Βυζάντιοι» Ἡσύχ. 2) θερμὸν (ἐξυπ. [[ὕδωρ]]), τό, «ζεστὸ νερό», θερμῷ λοῦσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1044, Ἐκκλ. 216, πρβλ. Meineke Φιλήμ. σ. 375 μεγάλ. ἔκδ.· - [[ὡσαύτως]], θερμὸν ποτόν, Λατ. calda, Γαλην. 3) τὰ θερμὰ (ἐξυπ. χωρία) Ἡρόδ. 4. 29· ἀλλὰ (ἐξυπ. λουτρά), θερμὰ λουτρά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 3, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -μῶς, Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 284E· συγκρ., θερμότερον ἔχειν Εὔβουλ. ἐν Ἀμαλθ. 1· φθέγγεσθαι Πλάτ. Φιλήβ. 25C. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |