Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απειράγαθος: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
(5)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[απειράγαθος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ή [[γνώση]] του αγαθού, [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].———————— <b>(II)</b><br />-ο (Μ [[ἀπειράγαθος]], -ον)<br />αυτός που έχει άπειρη, απέραντη [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[απειράγαθος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ή [[γνώση]] του αγαθού, [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (Μ [[ἀπειράγαθος]], -ον)<br />αυτός που έχει άπειρη, απέραντη [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
απειράγαθος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πείρα ή γνώση του αγαθού, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι) + αγαθός].
(II)
-ο (Μ ἀπειράγαθος, -ον)
αυτός που έχει άπειρη, απέραντη αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (ΙΙ) + αγαθός].