κορέω: Difference between revisions

38 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορέω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κορεννύω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κορέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]], [[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]] («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.)<br /><b>2.</b> [[ερημώνω]], [[σαρώνω]] έναν [[τόπο]], [[εξολοθρεύω]] τους κατοίκους («κατάθου τὸ [[κόρημα]]<br />μὴ 'κκόρει τὴν Ἑλλάδα» — άφησε [[κάτω]] τη [[σκούπα]]<br />μη σαρώνεις την [[Ελλάδα]], <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βλ. και [[κόρος]] (ΙΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόρηθρον]], [[κόρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόρος]] (ΙΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ανακορέω</i>, <i>αποκορέω</i>, <i>εκκορέω</i>, [[παρακορέω]].———————— <b>(III)</b><br />[[κορέω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[εξυβρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. στο θ. <i>κορ</i>- του ρ. [[κορέννυμι]]. Την [[υπόθεση]] αυτή ενισχύει και η ύπαρξη της γλώσσας του Ησυχίου «[[κώρα]]<br /><i>ύβρις</i>», η οποία ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>κωρ</i>- του ίδιου θέματος, [[μολονότι]] η γνησιότητά της αμφισβητείται].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορέω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κορεννύω]].<br /><b>(II)</b><br />[[κορέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]], [[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]] («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.)<br /><b>2.</b> [[ερημώνω]], [[σαρώνω]] έναν [[τόπο]], [[εξολοθρεύω]] τους κατοίκους («κατάθου τὸ [[κόρημα]]<br />μὴ 'κκόρει τὴν Ἑλλάδα» — άφησε [[κάτω]] τη [[σκούπα]]<br />μη σαρώνεις την [[Ελλάδα]], <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βλ. και [[κόρος]] (ΙΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόρηθρον]], [[κόρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόρος]] (ΙΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ανακορέω</i>, <i>αποκορέω</i>, <i>εκκορέω</i>, [[παρακορέω]].<br /><b>(III)</b><br />[[κορέω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[εξυβρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. στο θ. <i>κορ</i>- του ρ. [[κορέννυμι]]. Την [[υπόθεση]] αυτή ενισχύει και η ύπαρξη της γλώσσας του Ησυχίου «[[κώρα]]<br /><i>ύβρις</i>», η οποία ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>κωρ</i>- του ίδιου θέματος, [[μολονότι]] η γνησιότητά της αμφισβητείται].
}}
}}
{{lsm
{{lsm