κύδος: Difference between revisions

18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(22)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύδος]], ὁ (Α)<br />[[ονειδισμός]], [[βρισιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το <i>κυδάζομαι</i>].———————— <b>(II)</b><br />κῡδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[δόξα]], [[φήμη]], [[ιδίως]] αυτή που αποκτά [[κάποιος]] στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ως τιμητική [[προσφώνηση]] σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>qud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>qeu</i>-<i>d</i>-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -<i>d</i>-) μορφής της αρχικής ρίζας <i>qeu</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]]» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>čudo</i> «[[θαύμα]]», <i>čuditise</i> «[[θαυμάζω]]», πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>čuti</i> «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]» και λατ. <i>caveo</i> «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο [[θέμα]] τους τα ανθρωπωνύμια [[Θουκυδίδης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Θεοκυδίδης</i>), <i>Κυδεύς</i>, <i>Κυδίας</i>, <i>Κυδείδης</i>, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κυδικλής</i>, <i>Κυδίστρατος</i>, <i>Κυδοκράτης</i>, <i>Κυδόνικος</i>) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αγλαοκύδης</i>, <i>Διοκύδης</i>, <i>Επικύδης</i>, <i>Φερεκύδης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυδάεις]], [[κυδάλιμος]], [[κυδήεις]], [[κύδιμος]], [[κυδιώ]], [[κυδνός]], [[κυδρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυδαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυδιάνειρα]], [[κυδόσκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυδοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκυδος</i>, [[επικυδής]], [[ερικυδής]], [[θεοκυδής]], [[μεγακυδής]], [[περικυδής]], [[υποκυδής]], [[φερεκυδής]], [[φιλοκυδής]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύδος]], ὁ (Α)<br />[[ονειδισμός]], [[βρισιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το <i>κυδάζομαι</i>].<br /> <b>(II)</b><br />κῡδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[δόξα]], [[φήμη]], [[ιδίως]] αυτή που αποκτά [[κάποιος]] στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ως τιμητική [[προσφώνηση]] σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>qud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>qeu</i>-<i>d</i>-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -<i>d</i>-) μορφής της αρχικής ρίζας <i>qeu</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]]» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>čudo</i> «[[θαύμα]]», <i>čuditise</i> «[[θαυμάζω]]», πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>čuti</i> «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]» και λατ. <i>caveo</i> «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο [[θέμα]] τους τα ανθρωπωνύμια [[Θουκυδίδης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Θεοκυδίδης</i>), <i>Κυδεύς</i>, <i>Κυδίας</i>, <i>Κυδείδης</i>, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κυδικλής</i>, <i>Κυδίστρατος</i>, <i>Κυδοκράτης</i>, <i>Κυδόνικος</i>) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αγλαοκύδης</i>, <i>Διοκύδης</i>, <i>Επικύδης</i>, <i>Φερεκύδης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυδάεις]], [[κυδάλιμος]], [[κυδήεις]], [[κύδιμος]], [[κυδιώ]], [[κυδνός]], [[κυδρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυδαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυδιάνειρα]], [[κυδόσκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυδοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκυδος</i>, [[επικυδής]], [[ερικυδής]], [[θεοκυδής]], [[μεγακυδής]], [[περικυδής]], [[υποκυδής]], [[φερεκυδής]], [[φιλοκυδής]].
}}
}}