3,251,689
edits
m (Text replacement - "|" to "|") |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοπάρῃος:''' Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για [[ακόντιο]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''χαλκοπάρῃος:''' Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για [[ακόντιο]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χαλκο-πάρῃος, δοριξ -πάρω¯|ος, ον,<br />with cheeks or sides of [[brass]], of helmets, Hom.; of a [[javelin]], Pind. | |||
}} | }} |