εὐρύσορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐρύσορος:''' воздвигнутый над широкой урной ([[σῆμα]] Anth.).
|elrutext='''εὐρύσορος:''' воздвигнутый над широкой урной ([[σῆμα]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρύ-σορος, ον<br />with [[wide]] [[bier]] or [[tomb]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύσορος Medium diacritics: εὐρύσορος Low diacritics: ευρύσορος Capitals: ΕΥΡΥΣΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýsoros Transliteration B: eurysoros Transliteration C: evrysoros Beta Code: eu)ru/soros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.

Greek Monolingual

εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.

Greek Monotonic

εὐρύσορος: -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύσορος: воздвигнутый над широкой урной (σῆμα Anth.).

Middle Liddell

εὐρύ-σορος, ον
with wide bier or tomb, Anth.