ἀμφοτερόπλοος: Difference between revisions

1a
(2)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφοτερόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει με [[δύο]] τρόπους· τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (ενν. [[δάνειον]]), [[ναυτοδάνειο]], χρήματα με [[υποθήκευση]] του πλοίου, όπου ο [[δανειστής]] διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀμφοτερόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει με [[δύο]] τρόπους· τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (ενν. [[δάνειον]]), [[ναυτοδάνειο]], χρήματα με [[υποθήκευση]] του πλοίου, όπου ο [[δανειστής]] διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[sailing]] [[both]] ways:— τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (sc. [[δάνειον]]), [[money]] lent on [[bottomry]], [[when]] the [[lender]] [[bore]] the [[risk]] [[both]] of the [[outward]] and [[homeward]] [[voyage]], Dem.
}}
}}