3,274,916
edits
(2) |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφοτερόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει με [[δύο]] τρόπους· τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (ενν. [[δάνειον]]), [[ναυτοδάνειο]], χρήματα με [[υποθήκευση]] του πλοίου, όπου ο [[δανειστής]] διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀμφοτερόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει με [[δύο]] τρόπους· τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (ενν. [[δάνειον]]), [[ναυτοδάνειο]], χρήματα με [[υποθήκευση]] του πλοίου, όπου ο [[δανειστής]] διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />[[sailing]] [[both]] ways:— τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (sc. [[δάνειον]]), [[money]] lent on [[bottomry]], [[when]] the [[lender]] [[bore]] the [[risk]] [[both]] of the [[outward]] and [[homeward]] [[voyage]], Dem. | |||
}} | }} |