Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' извлекать пользу, пользоваться, наслаждаться (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' извлекать пользу, пользоваться, наслаждаться (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] the use or [[enjoyment]] of a [[thing]], c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]] married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.
}}
}}

Revision as of 16:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονίνᾰμαι Medium diacritics: ἀπονίναμαι Low diacritics: απονίναμαι Capitals: ΑΠΟΝΙΝΑΜΑΙ
Transliteration A: aponínamai Transliteration B: aponinamai Transliteration C: aponinamai Beta Code: a)poni/namai

English (LSJ)

Med., fut.

   A ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο Il.24.556, 3pl. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211 (lyr.); inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196; part. ἀπονήμενος Od.24.30: later aor. I ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.p.89C.:—have the use or enjoyment of a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25; τῶνδ' ἀπόναιο mayest thou have joy of them, ib.24.556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο S.El.211: without gen., ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.11.324; θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο ib.17.293, cf. 16.120; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονίναμαι: μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν οὐδαμοῦ εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἄνευ αὐξήσ. ἀπονήμην, ἀπόνητο Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. ἀπόναιο Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. ἀπονήμενος Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, ἀπολαύω αὐτοῦ, ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ ἀπόναιο, «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· τιμῆς ἀπονήμενος Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική συχνάκις παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε Θησεύς... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη ὅμως, Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ ἀπόνητο Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.

French (Bailly abrégé)

seul. Moy. f. ἀπονήσομαι, ao. ἀπωνάμην;
tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.
Étymologie: ἀπό, ὀνίνημι.

Spanish (DGE)

(ἀπονίνᾰμαι)
• Morfología: [fut. ἀπονήσεται h.Merc.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο Od.11.324, A.R.1.88, opt. 2a sg. ἀπόναιο Il.24.556, 3a plu. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. ἀπονήμενος Od.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.89, D.Chr.1.46, 66.26]
tener el uso o placer de una cosa, disfrutar, sacar provecho c. gen. ἧς ἥβης Il.17.25, τιμῆς Od.24.30, h.Cer.132, ἀγλαΐας S.El.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.
Ἁρμονίης Nonn.D.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων PMasp.151.178 (VI d.C.)
abs. sacar provecho en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó, Od.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο Od.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.in Alc.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.

Greek Monolingual

ἀπονίναμαι (Α)
ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»].

Greek Monotonic

ἀπονίνᾰμαι: Μέσ. (ὀνίνημι), μέλ. -ἀπ-ονήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπόνητο· γʹ ενικ. ευκτ. ἀπόναιο, γʹ πληθ. ἀποναίατο· μτχ. ἀπονήμενος· έχω τη χρήση ή την απόλαυση, την τέρψη ενός πράγματος, απολαμβάνω κάτι, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως συχνά παραλείπεται, ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο, την παντρεύτηκε αλλά δεν γνώρισε καμία χαρά από το γεγονός αυτό (ή από τη γυναίκα αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἀπόνητο (ενν. τῆς πόλεως), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονίνᾰμαι: извлекать пользу, пользоваться, наслаждаться (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.

Middle Liddell


to have the use or enjoyment of a thing, c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.