3,277,700
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σάββᾰτον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> Εβρ. Sabbath, δηλ. Ανάπαυση, σε Καινή Διαθήκη· επίσης στον πληθ. λέγεται για τη συγκεκριμένη, την έβδομη [[ημέρα]] της εβραϊκής εβδομάδας· υπάρχει ετερόκλ. δοτ. πληθ. <i>σάββασι</i> (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>σάββας</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περίοδος]] [[επτά]] ημερών, επταήμερο, δηλ. [[μία]] [[εβδομάδα]]· [[μία]] [[τῶν]] σαββάτων, η πρώτη [[ημέρα]] της εβδομάδας, στο ίδ. | |lsmtext='''Σάββᾰτον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> Εβρ. Sabbath, δηλ. Ανάπαυση, σε Καινή Διαθήκη· επίσης στον πληθ. λέγεται για τη συγκεκριμένη, την έβδομη [[ημέρα]] της εβραϊκής εβδομάδας· υπάρχει ετερόκλ. δοτ. πληθ. <i>σάββασι</i> (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>σάββας</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περίοδος]] [[επτά]] ημερών, επταήμερο, δηλ. [[μία]] [[εβδομάδα]]· [[μία]] [[τῶν]] σαββάτων, η πρώτη [[ημέρα]] της εβδομάδας, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Σάββᾰτον, ου, τό,<br /><b class="num">1.</b> the [[Hebrew]] sabbath, i. e. [[rest]], NTest.; also in pl. of the [[single]] day, heterocl. dat. pl. σάββασι (as if from σάββασ), NTest.<br /><b class="num">2.</b> a [[period]] of [[seven]] days, a week, μία τῶν σαββάτων the [[first]] day of the week, NTest. | |||
}} | }} |