τεράζω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεράζω:''' ή τερᾴζω, μόνο στον ενεστ., ([[τέρας]]), [[ερμηνεύω]] τους οιωνούς ή τα φαινόμενα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τεράζω:''' ή τερᾴζω, μόνο στον ενεστ., ([[τέρας]]), [[ερμηνεύω]] τους οιωνούς ή τα φαινόμενα, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τεράζω]], only in pres.] [[τέρας]]<br />to [[interpret]] portents or prodigies, Aesch.
}}
}}