ποδίκροτος: Difference between revisions

1ba
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδίκροτος:''' -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποδίκροτος:''' -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποδί]]-κροτος, ον,<br />[[welded]] to the feet, Anth.
}}
}}