νικητήριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[νικητήριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη [[νίκη]] («σάς άρπαξε η [[τύχη]] την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νικητήριο</i>(<i>ν</i>)<br />[[βραβείο]] για [[νίκη]], έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νικητήρια</i> (ενν. <i>ιερά</i> ή <i>άσματα</i>)<br />α) επινίκια [[θυσία]] ή [[εορτή]]<br />β) ύμνος [[επινίκιος]], για τον νικητή<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νικητήριος]]<br />[[κατακτητής]], [[νικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) η [[νίκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) αδιαφιλονίκητη [[ένδειξη]], [[απόδειξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ νικητήρια [[φέρω]] [ή φέρομαι ή κομίζομαι]» — [[κερδίζω]] το [[βραβείο]] της νίκης<br />β) «ἑστιῶ (τὰ) νικητήρια» — [[εορτάζω]] τη [[νίκη]] με [[ευωχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νικῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i>, πιθ. μέσω του [[νικητήρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευχη</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[νικητήριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη [[νίκη]] («σάς άρπαξε η [[τύχη]] την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νικητήριο</i>(<i>ν</i>)<br />[[βραβείο]] για [[νίκη]], έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νικητήρια</i> (ενν. <i>ιερά</i> ή <i>άσματα</i>)<br />α) επινίκια [[θυσία]] ή [[εορτή]]<br />β) ύμνος [[επινίκιος]], για τον νικητή<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νικητήριος]]<br />[[κατακτητής]], [[νικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) η [[νίκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) αδιαφιλονίκητη [[ένδειξη]], [[απόδειξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ νικητήρια [[φέρω]] [ή φέρομαι ή κομίζομαι]» — [[κερδίζω]] το [[βραβείο]] της νίκης<br />β) «ἑστιῶ (τὰ) νικητήρια» — [[εορτάζω]] τη [[νίκη]] με [[ευωχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νικῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i>, πιθ. μέσω του [[νικητήρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευχη</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm