κανονικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(2b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[κανονικός]], -ή, -όν) [[κανών]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο [[ομαλός]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα της εκκλησίας<br />β) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κανονικός]]<br />αυτός που ανήκει στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, ο [[κληρικός]]<br />γ) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κανονική</i><br />[[παρθένος]] που [[είναι]] αφιερωμένη στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, [[χωρίς]] όμως να καρεί [[μοναχή]]<br />δ) <b>φρ.</b> i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία της Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε [[αντιδιαστολή]] με τα απόκρυφα<br />ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε [[άλλο]] εκκλησιαστικό [[κλίμα]], απολυτικές επιστολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, [[σύμμετρος]], [[φυσιολογικός]], [[αρμονικός]] («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, [[τακτικός]], [[συνήθης]] («κανονικές αποδοχές»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες [[μεταξύ]] τους («κανονικό εξάγωνο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] του κανονικού, η [[κανονικότητα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως [[είναι]], λ.χ., η [[λογική]], η [[ηθική]], η [[αισθητική]] κ.ά.<br />β) «κανονική [[βαθμίδα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[βαθμίδα]] μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί [[υποδιαίρεση]] της ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή [[βαθμίδα]] και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]<br />γ) «κανονικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που απορρέει από τους ιερούς κανόνες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η ετήσια [[αντιμισθία]] που χορηγούσε το [[χωριό]] στον ιερέα, [[ιδίως]] σε [[σιτηρά]], ή η [[περιφέρεια]] στους αρχιερείς, κν. δικονιά, [[μπατίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κανονικοί</i><br />α) οι θεωρητικοί της μουσικής<br />β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κανονικόν</i><br />([[κατά]] την επικούρεια φιλοσ.) η [[λογική]], [[επειδή]] διδάσκει τους κανόνες του διανοείσθαι<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κανονικός]]<br /><b>εκκλ.</b> ο [[γνώστης]] τών εκκλησιαστικών κανόνων<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κανονική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η θεωρητική [[μουσική]], [[κατά]] την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κανονικά</i> και <i>κανονικώς</i> (AM κανονικῶς)<br />με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εύρυθμα, σύμμετρα<br /><b>2.</b> ομαλά, [[χωρίς]] απρόοπτα, [[χωρίς]] δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες.
|mltxt=ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[κανονικός]], -ή, -όν) [[κανών]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο [[ομαλός]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα της εκκλησίας<br />β) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κανονικός]]<br />αυτός που ανήκει στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, ο [[κληρικός]]<br />γ) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κανονική</i><br />[[παρθένος]] που [[είναι]] αφιερωμένη στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, [[χωρίς]] όμως να καρεί [[μοναχή]]<br />δ) <b>φρ.</b> i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία της Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε [[αντιδιαστολή]] με τα απόκρυφα<br />ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε [[άλλο]] εκκλησιαστικό [[κλίμα]], απολυτικές επιστολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, [[σύμμετρος]], [[φυσιολογικός]], [[αρμονικός]] («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, [[τακτικός]], [[συνήθης]] («κανονικές αποδοχές»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες [[μεταξύ]] τους («κανονικό εξάγωνο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] του κανονικού, η [[κανονικότητα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως [[είναι]], λ.χ., η [[λογική]], η [[ηθική]], η [[αισθητική]] κ.ά.<br />β) «κανονική [[βαθμίδα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[βαθμίδα]] μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί [[υποδιαίρεση]] της ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή [[βαθμίδα]] και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]<br />γ) «κανονικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που απορρέει από τους ιερούς κανόνες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η ετήσια [[αντιμισθία]] που χορηγούσε το [[χωριό]] στον ιερέα, [[ιδίως]] σε [[σιτηρά]], ή η [[περιφέρεια]] στους αρχιερείς, κν. δικονιά, [[μπατίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κανονικοί</i><br />α) οι θεωρητικοί της μουσικής<br />β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κανονικόν</i><br />([[κατά]] την επικούρεια φιλοσ.) η [[λογική]], [[επειδή]] διδάσκει τους κανόνες του διανοείσθαι<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κανονικός]]<br /><b>εκκλ.</b> ο [[γνώστης]] τών εκκλησιαστικών κανόνων<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κανονική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η θεωρητική [[μουσική]], [[κατά]] την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κανονικά</i> και <i>κανονικώς</i> (AM κανονικῶς)<br />με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εύρυθμα, σύμμετρα<br /><b>2.</b> ομαλά, [[χωρίς]] απρόοπτα, [[χωρίς]] δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰνονικός:''' соответствующий правилу, закономерный, регулярный Sext.
|elrutext='''κᾰνονικός:''' соответствующий правилу, закономерный, регулярный Sext.
}}
}}