προστατικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό [[υγρό]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[προστατικός]]<br />αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστατική [[μοίρα]] ουρήθρας» — το αρχικό [[τμήμα]] της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει [[τύραννος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να παράσχει [[προστασία]] («προστατικὸς καὶ [[βοηθητικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστατικόν</i><br />α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό<br />β) <b>συνεκδ.</b> μεγαλοπρεπές ύφος<br />γ) [[υποχρέωση]], [[απαίτηση]] που περιλαμβάνεται σε [[συμβόλαιο]] μίσθωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prostatic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>prostate</i> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό [[υγρό]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προστατικός]]<br />αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστατική [[μοίρα]] ουρήθρας» — το αρχικό [[τμήμα]] της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει [[τύραννος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να παράσχει [[προστασία]] («προστατικὸς καὶ [[βοηθητικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστατικόν</i><br />α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό<br />β) <b>συνεκδ.</b> μεγαλοπρεπές ύφος<br />γ) [[υποχρέωση]], [[απαίτηση]] που περιλαμβάνεται σε [[συμβόλαιο]] μίσθωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prostatic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>prostate</i> <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm