ἑωθινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἑωθινός]], -ὸν) [[ἕωθεν]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυγή]], που γίνεται την [[αυγή]], ο [[πρωινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εωθινό</i><br />α) στρατιωτικό [[σάλπισμα]] που παραγγέλλει την πρωινή [[έγερση]] τών [[ανδρών]], το [[εγερτήριο]] [[σάλπισμα]]<br />β) [[εμβατήριο]] που σαλπίζεται στους δρόμους από στρατιωτικούς σαλπιγκτές τα πρωινά ορισμένων εθνικών εορτών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «εωθινά τροπάρια» — τα τροπάρια που ψάλλονται στην [[εκκλησία]] [[κατά]] το [[τέλος]] του όρθρου και [[πριν]] από τη [[μεγάλη]] [[δοξολογία]]<br />β) «εωθινό [[ευαγγέλιο]]» — η ευαγγελική [[περικοπή]] που διαβάζεται [[κατά]] τον όρθρο της Κυριακής, το πρώτο [[ευαγγέλιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εωθινός]]<br />η [[ακολουθία]] του εωθινού, ο όρθρος<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑωθινόν</i><br />τροπάριο που ψάλλεται στο [[τέλος]] τών αίνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατολικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἑωθινόν</i><br />[[κατά]] το [[πρωί]], [[νωρίς]]-[[νωρίς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑωθινή</i><br />το [[πρωί]]<br /><b>4.</b> α. <b>παροιμ. φρ.</b> «ἑωθιναὶ δίκαι» — οι υποθέσεις που εκδικάζονταν [[γρήγορα]]<br />β. <b>φρ.</b> «προσειπεῑν τὸ ἑωθινόν» — το να απευθύνει [[κάποιος]] τον πρωινό χαιρετισμό, την [[καλημέρα]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἑωθινός]], -ὸν) [[ἕωθεν]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυγή]], που γίνεται την [[αυγή]], ο [[πρωινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εωθινό</i><br />α) στρατιωτικό [[σάλπισμα]] που παραγγέλλει την πρωινή [[έγερση]] τών [[ανδρών]], το [[εγερτήριο]] [[σάλπισμα]]<br />β) [[εμβατήριο]] που σαλπίζεται στους δρόμους από στρατιωτικούς σαλπιγκτές τα πρωινά ορισμένων εθνικών εορτών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «εωθινά τροπάρια» — τα τροπάρια που ψάλλονται στην [[εκκλησία]] [[κατά]] το [[τέλος]] του όρθρου και [[πριν]] από τη [[μεγάλη]] [[δοξολογία]]<br />β) «εωθινό [[ευαγγέλιο]]» — η ευαγγελική [[περικοπή]] που διαβάζεται [[κατά]] τον όρθρο της Κυριακής, το πρώτο [[ευαγγέλιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[εωθινός]]<br />η [[ακολουθία]] του εωθινού, ο όρθρος<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑωθινόν</i><br />τροπάριο που ψάλλεται στο [[τέλος]] τών αίνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατολικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἑωθινόν</i><br />[[κατά]] το [[πρωί]], [[νωρίς]]-[[νωρίς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑωθινή</i><br />το [[πρωί]]<br /><b>4.</b> α. <b>παροιμ. φρ.</b> «ἑωθιναὶ δίκαι» — οι υποθέσεις που εκδικάζονταν [[γρήγορα]]<br />β. <b>φρ.</b> «προσειπεῑν τὸ ἑωθινόν» — το να απευθύνει [[κάποιος]] τον πρωινό χαιρετισμό, την [[καλημέρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm