3,271,364
edits
(4) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος με την [[κορυφή]] [[κάτω]] και τη [[βάση]] [[επάνω]], [[ανεστραμμένος]], αντεστραμμένος<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την [[επιθυμία]] κάποιου, [[αντίθετος]], [[αντίξοος]], [[δυσμενής]]<br /><b>3.</b> ο μη [[πρόσφορος]] για [[χρήση]], μη [[άνετος]], [[άβολος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κακότροπος]], [[δύστροπος]], [[στριφνός]]<br /><b>5.</b> [[ανόητος]]<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος με την [[κορυφή]] [[κάτω]] και τη [[βάση]] [[επάνω]], [[ανεστραμμένος]], αντεστραμμένος<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την [[επιθυμία]] κάποιου, [[αντίθετος]], [[αντίξοος]], [[δυσμενής]]<br /><b>3.</b> ο μη [[πρόσφορος]] για [[χρήση]], μη [[άνετος]], [[άβολος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κακότροπος]], [[δύστροπος]], [[στριφνός]]<br /><b>5.</b> [[ανόητος]]<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ανάποδος]]<br />σύμφωνα με τη λαϊκή [[δοξασία]], [[μικρόσωμος]] [[δαίμονας]] που παρευρίσκεται [[παντού]] όπου υπάρχει [[συγκέντρωση]] ανθρώπων, εισχωρεί στην [[κοιλιά]] [[αυτού]] που χασμουριέται ή που πίνει [[νερό]] όταν [[κάποιος]] βλαστημήσει και του πίνει το [[αίμα]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ανάποδη</i><br />α) (ενν. [[μεριά]]) ([[συνήθως]] για υφάσματα και ρούχα) η [[πίσω]], η αντίστροφη όψη ενός πράγματος σε [[αντίθεση]] [[προς]] την εξωτερική ή μπροστινή<br />β) [[ράπισμα]], [[χτύπημα]] με την ανάστροφη της παλάμης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ανάποδος]] [[χρόνος]]», [[δύστροπος]], [[στριφνός]]<br />«[[ανάποδος]] [[χρόνος]], [[δεκατρείς]] μήνες», ο [[χρόνος]] της δυστυχίας φαίνεται μεγαλύτερος από ό,τι πραγματικά [[είναι]]<br />λέγεται [[επίσης]] για κακές περιστάσεις. Στη φρ. σημ. έχει και ο [[αριθμός]] [[δεκατρείς]] που θεωρείται [[άτυχος]]<br />«απ’ την ανάποδη», [[ποτέ]], [[ουδέποτε]]<br />«δεν έχει [[ούτε]] ορθή [[ούτε]] ανάποδη», γι’ αυτόν που δύσκολα συμφωνεί με τους άλλους ή που έχει άστατο χαρακτήρα<br />«δεν μέ ξέρεις από την ανάποδη», δεν ξέρεις [[ποιός]] [[είμαι]] όταν οργιστώ ([[απειλή]])<br />«[[είναι]] στην (στις) ανάποδη (-ές) του», για τον κακόκεφο, τον δύσθυμο<br />«θα σού τά πω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη», θα σού πω την [[αλήθεια]] όσο κι αν σού [[είναι]] δυσάρεστη<br />«[[κακός]], [[ψυχρός]] κι [[ανάποδος]]», λέγεται για ανεπιθύμητες ή αντίξοες καταστάσεις και πρόσωπα<br />«μού έρχεται [[ανάποδα]]», δεν μού [[είναι]] βολικό<br />«τά βλέπει (τα πράγματα) [[ανάποδα]] (ή απ’ την ανάποδη)», δεν τά αντιλαμβάνεται σωστά<br />«την κακή σου και την ανάποδη σου» (ενν. [[ημέρα]] ή <i>ώρα</i>), [[κατάρα]]<br />«το [[παίρνω]] απ’ την ανάποδη», [[παρεξηγώ]] [[κάτι]]<br />«του έδωσα ανάποδη», τον χτύπησα στο [[πρόσωπο]] με την ανάστροφη της παλάμης<br />«του ήρθε ανάποδο (το [[πράγμα]])», τον δυσαρέστησε, του κακοφάνηκε<br /><b>9.</b> <b>επίρρ.</b> [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναποδιά]], [[αναποδιάζω]], [[αναποδίζω]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ανάποδο</i>-<br />χρησιμοποιείται ως α΄ συνθ. σε νεοελλ. [[σύνθετα]] ονόματα και ρήματα με τη [[σημασία]] του «[[ανάποδα]], ανεστραμμένα» ή με τη [[σημασία]] της «δυστυχίας»: [[αναποδοβολώ]], [[αναποδογυρίζω]], [[αναποδοκαημένος]], <i>αναποδοκάραβο</i>, <i>αναποδόλογο</i>, [[αναποδοσαράντισμα]], [[αναποδοφωτιά]], <i>αναποδοχεριά</i>]. | ||
}} | }} |