διαγνωστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(1a)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαγνωστικός]], -ή, -όν) [[διαγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να διαγιγνώσκει<br /><b>2.</b> (για γιατρούς) ο [[ικανός]] να κάνει γρήγορη και ασφαλή [[διάγνωση]] κάποιας ασθένειας<br /><b>3.</b> αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη [[διάγνωση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διαγνωστική]]<br />η [[ειδικότητα]] του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή [[έκθεση]] τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαγνωστικός]], -ή, -όν) [[διαγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να διαγιγνώσκει<br /><b>2.</b> (για γιατρούς) ο [[ικανός]] να κάνει γρήγορη και ασφαλή [[διάγνωση]] κάποιας ασθένειας<br /><b>3.</b> αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη [[διάγνωση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[διαγνωστική]]<br />η [[ειδικότητα]] του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή [[έκθεση]] τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.
}}
}}
{{lsm
{{lsm