εἷμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(2)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰμί]]<br />Α και αιολ. τ. [[ἐμμί]]<br />Μ και εἶμαι)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], ζω («...ήταν [[ένας]] [[γέρος]] και μια [[γριά]]», «οὐκ ἐσθ' [[οὗτος]] [[ἀνήρ]] οὐδ' ἔσσεται» — δεν υπάρχει [[ούτε]] πρόκειται να υπάρξει)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[υπάρχω]], βρίσκομαι) («δεν [[είναι]] [[στάρι]] [[φέτος]]», «ὁ [[παράδεισος]] αὐτὸς εἰς Ρωμανίαν ἔναι», «ὄλωλεν οὐδ' ἔτ' ἐστὶ [[Τροία]]»)<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, περιστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[υπάρχω]], [[συμβαίνω]] («[[είναι]] [[συνωμοσία]]», «[[είναι]] [[ειρήνη]]», «ἕως ἄν ὁ [[πόλεμος]] ᾖ» — εφόσον διαρκεί ο [[πόλεμος]], [και σε [[ερώτηση]]] «τί [[είναι]];» «τί ἐστίν;» τί συμβαίνει;)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] (στην [[πραγματικότητα]]), σε [[αντίθεση]] [[προς]] το «[[φαίνομαι]]» («δεν [[είναι]] αυτό που φαίνεται» ή «αυτό που δείχνει», «[[διπλάσιος]]... ἤ ἐστι»<br /><i>τὰ [[ὄντα]]<br />αυτά που πραγματικά υπάρχουν<br /><i>ὁ Ὤν</i><br />αυτός που πραγματικά υπάρχει για [[πάντα]], ο Θεός)<br /><b>5.</b> [[παρευρίσκομαι]] («ήμουν κι εγώ [[εκεί]]», «ὁ Λάζαρος ἦν εἷς τών ἀνακειμένων»)<br /><b>6.</b> βρίσκομαι (σε [[ηλικία]]) («ήταν [[είκοσι]] χρόνων», «ἦν ἐτῶν εἴκοσιν»)<br /><b>7.</b> [[προέρχομαι]], [[κατάγομαι]] («[[είμαι]] από την Κόρινθο»<br />«τίνος είσαι;» [[ποιός]] [[είναι]] ο [[πατέρας]] σου; «πατρὸς εἴμ' ἀγαθοῑο»)<br /><b>8.</b> [[ανήκω]], [[είμαι]] [[κτήμα]] («το [[σπίτι]] [[είναι]] του [[πατέρα]] μας», «Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν»)<br /><b>9.</b> [[ανήκω]] σε [[τάξη]], [[υπηρεσία]], [[αρχή]] κ.λπ. («[[είναι]] της βουλής, της συνόδου, της κεντρικής επιτροπής», «ἐτύγχανε [[βουλῆς]] ὤν» — έτυχε να [[είναι]] της βουλής, να [[είναι]] [[βουλευτής]])<br /><b>10.</b> [[ανήκω]] στην [[παράταξη]] ή στην [[ομάδα]] κάποιου, εξαρτώμαι από κάποιον («ήταν του Βενιζέλου» ή «ήταν [[άνθρωπος]] του Βενιζέλου», «[[ἦσαν]] τινὲς μὲν Φιλίππου»)<br /><b>11.</b> [[ανήκω]] στα έργα, στη [[συνήθεια]], στη [[φύση]], στη [[δικαιοδοσία]] κάποιου (α. «δεν [[είναι]] της [[σειράς]] μας» β. «δεν [[είναι]] του χαρακτήρα σου», γ. «οὔ τοι γυναικός ἐστιν» — δεν [[είναι]] γυναικεία δουλειά, δεν ταιριάζει σε [[γυναίκα]])<br /><b>12.</b> [[είμαι]] απασχολημένος με [[κάτι]] («[[είμαι]] στις εξετάσεις», «[[είμαι]] στα πιάτα», «[[είμαι]] στην [[υποδοχή]]», «[[ἦσαν]] τοῡ θύειν»)<br /><b>13.</b> ως συνδετικό (με [[κατηγορούμενο]] που δηλώνει [[ιδιότητα]] του υποκειμένου) («ο [[τόπος]] [[είναι]] [[ιερός]]», «αὕτη ἐστὶ ἡ τῆς καταπαύσεως [[ἡμέρα]]», «τί ἐστὶν [[ἀλήθεια]];»)<br /><b>14.</b> συμβαίνει, γίνεται («πώς ήταν αυτό και μάς ήρθες [[ξαφνικά]];»)<br /><b>15.</b> [[είναι]] δυνατόν, μπορεί («δεν [[είναι]] να φύγω», «ήταν να σκοτωθούν πολλοί», «ἔστι τοῡτο μαθεῑν»)<br /><b>16.</b> (η προστακτική [[έστω]] σε συλλογισμούς, υποθέσεις <b>κ.λπ.</b>) ας γίνει δεκτό, ας υποτεθεί («[[έστω]] η [[ευθεία]] ΑΒ»)<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «αἰχρόν ἐστι καὶ λέγειν» — [[είναι]] [[ντροπή]] και να το αναφέρει [[κανείς]]<br />β) «ἔστιν ὅτε» — [[ενίοτε]], [[κάπου]], [[κάπου]]<br />γ) «ἔστι δίκης [[ὀφθαλμός]]» — θα έρθει η ώρα της δίκαιης τιμωρίας<br />δ) «ἔσσεται ἧμαρ» — θα έρθει η ώρα σου, [[είναι]] αναπόφευκτο να συμβεί<br />ε) «τοῡτ' ἐστι» — [[δηλαδή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προορίζομαι για («[[είναι]] να πεθάνει», «[[είναι]] για [[πολιτικός]]», «[[εἶναι]] διὰ ζωήν», «αυτά όλα [[είναι]] για [[σένα]]»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[είναι]] για [[αξιωματικός]], για [[κληρικός]] κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[είμαι]] για να γράψω»<br />«[[είμαι]] για [[ταξίδι]]»)<br /><b>4.</b> πρόκειται να («[[είναι]] να σκοτωθούν πολλοί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[διάθεση]] καλή ή κακή («[[είμαι]] [[λυπημένος]], [[χαρούμενος]], οργισμένος με τους γονείς μου»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[άξιος]] για [[κάτι]], αξίζει να [[κάνω]] ή να πάθω [[κάτι]] (α. «δεν [[είμαι]] γι' αυτή τη [[θέση]]» β. «είσαι για [[φίλημα]]» — πολύ όμορφη<br />γ. «για γέλια, για κλάματα, για τα πανηγύρια» — αξίζει να γελάνε κ.λπ. εις [[βάρος]] σου<br />δ. «είσαι για τα σίδερα» — είσαι [[τρελός]])<br /><b>3.</b> συμπεριλαμβάνομαι («δεν [[είμαι]] στον κατάλογο»)<br /><b>4.</b> πρόκειται να («[[είναι]] να έρθει, δεν [[ξέρω]] αν θα μπορέσει»)<br /><b>5.</b> (για καιρικές συνθήκες) επικρατεί («[[είναι]] [[ζέστη]], [[ομίχλη]], [[κρύο]] κ.λπ.»)<br /><b>6.</b> [[είναι]] μοιραίο («όταν [[είναι]] να πεθάνεις [[τίποτε]] δεν σέ γλυτώνει»)<br /><b>7.</b> [[είναι]] δικαιολογημένο («[[είναι]] να χάνει [[κανείς]] τον νου του»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] με το [[μέρος]] σου» ή «[[είμαι]] [[μαζί]] σου» — σέ [[υποστηρίζω]] ή [[συμφωνώ]] [[μαζί]] σου<br />β) «και πού είσαι [[ακόμα]]» — θα ακολουθήσουν και [[χειρότερα]] (ή και καλύτερα)<br />γ) «δεν [[είναι]] στα καλά του» — [[είναι]] [[τρελός]]<br />δ) «[[είμαι]] της γνώμης...» — έχω τη [[γνώμη]] ότι, η άποψή μου [[είναι]]...<br />ε) «[[είμαι]] σε [[θέση]] να...» — έχω τη [[δυνατότητα]], [[μπορώ]]<br />στ) «[[είναι]] που [[είναι]]» — έχει κάποια [[ιδιότητα]] σε μεγάλο βαθμό<br />ζ) «είμαστε για νά 'μαστε» — είμαστε εντελώς έτοιμοι<br />η) «όπου νά 'ναι» ή «όπου και νά 'ναι» — σε λίγο<br />θ) «[[είναι]] στο [[χέρι]] μου» — εξαρτάται από μένα<br />ι) «[[είναι]] να τραβάς τα μαλλιά σου» — συμβαίνει [[κάτι]] εξωφρενικό<br />ια) «τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ» (για αβάσιμους κομπασμούς και άκαιρες συγκρίσεις)<br />ιβ) «τίς εἶ;» [[ερώτηση]] σκοπού [[προς]] όποιον πλησιάζει<br />ιγ) «[[οὕτως]] εἴη μοι ὁ Θεὸς βοηθὸς καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῡ Εὐαγγέλιον» — η τελευταία [[φράση]] του όρκου τών μαρτύρων στο δικαστήριο<br />ιδ) (με μτχ. παθ. παρακμ.) «[[είμαι]] [[φαγωμένος]]» — έχω φάει, «[[είμαι]] διαβασμένος» — έχω διαβάσει<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «εἶμαι εἰς [[θέλημα]]» — [[είμαι]] στη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>2.</b> «εἶμαι εἰς ὁρισμόν» — [[είμαι]] [[υπήκοος]] κάποιου<br /><b>3.</b> «εἶμαι εἰς τὴν βουλήν (σου)» — [[συμφωνώ]] με τις σκέψεις σου<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (ως συνδετικό) [[ισοδυναμώ]], ισούμαι («τὰ δὶς [[πέντε]] [[δέκα]] ἐστίν»)<br /><b>2.</b> (με γενική κατηγορηματική) [[είναι]] κατασκευασμένο από... («ἡ [[κρηπίς]] ἐστι λίθων μεγάλων»)<br /><b>3.</b> (με δοτ. κτητ.) έχω [[κάτι]] («[[εἰσί]] μοι παῑδες» — έχω [[παιδιά]])<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τί ἐμοὶ καὶ σοί (ἐστι);» — τί κοινό υπάρχει [[ανάμεσα]] σε μένα και σε [[σένα]];<br /><b>2.</b> α) «ἔστιν ὅς ἠ [[ὅστις]]» — [[κάποιος]]<br />β) «οὐκ ἔστιν ὅς» — [[κανείς]]<br />γ) «οὐκ ἔστιν [[ὅστις]] οὐ» — πάντες, όλοι<br />δ) «ἔστιν ὅτε» — [[ενίοτε]], [[κάπου]] [[κάπου]], «οὐκ ἔστιν ὅτε» — [[ποτέ]]<br />ε) «[[εἰμὶ]] ἐν ἀξιώματι» — μέ εκτιμούν<br /><b>3.</b> «[[εἰμὶ]] ἐν τέχνῃ, φιλοσοφίᾳ κ.λπ.» — [[ασχολούμαι]] συστηματικά<br /><b>4.</b> «[[εἰμὶ]] ἐπ' ἐμαυτοῡ» — [[είμαι]] [[ολομόναχος]]<br /><b>5.</b> «[[εἰμὶ]] ἐπί τινι» — εξαρτώμαι από κάποιον<br /><b>6.</b> «[[εἰμὶ]] ὑπό τινα» ή «[[εἰμί]] τινι» — βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>7.</b> «[[εἰμὶ]] [[περί]] τι» — [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>8.</b> «ἔστι μοι ἀσμένῳ, βουλομένῳ κ.λπ.» — μού [[είναι]] ευχάριστο, [[θέλω]] κ.λπ.<br /><b>9.</b> «[[εἰμὶ]] ἀπ' οἴκου» — [[είμαι]] [[μακριά]] απὸ την [[πατρίδα]]<br /><b>10.</b> «[[εἰμὶ]] ἐπί τινα» — στρέφομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>11.</b> «περὶ τούτων ἐστίν» — αυτό [[είναι]] το [[ζήτημα]]<br />[[είναι]] (AM [[εἶναι]])<br />(απρμφ. ενεστ.) «τὸ [[εἶναι]]» — η [[πραγματικότητα]], η αληθινή ύπαρξη, σε [[αντίθεση]] με το «φαίνεσθαι»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[είναι]] μου» — η ύπαρξη μου, εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ειμί]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>es</i>- «[[είμαι]]». Ο τ. [[ειμί]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>es</i>-<i>mi</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>s</i>-<i>mi</i>, λιθ. <i>es</i>-<i>mi</i>, χετ. <i>ešmi</i>, ενώ το λατ. <i>sum</i> αποτελεί νεώτερο σχηματισμό). Το β' εν. πρόσ. <i>ει</i> (επ. δωρ. <i>εσ</i>-<i>σί</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>e</i>-<i>si</i> (με σίγηση του -<i>s</i>- [[μεταξύ]] φωνηέντων) <span style="color: red;"><</span> <i>es</i>-<i>si</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>s</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>asi</i>, λιθ. <i>esi</i>, χετ. <i>ešši</i>, λατ. <i>es</i>) και το γ' εν. πρόσ. <i>εστί</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ē</i><i>s</i>-<i>ti</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>as</i>-<i>ti</i>, λιθ. <i>esti</i>, χετ. <i>ešzi</i>, λατ. <i>est</i>). Οι τύποι <i>εσμέν</i> (ιων. <i>ειμέν</i>), <i>εστέ</i> σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] τους τύπους του ενικού αριθμού, ενώ το γ' πληθ. πρόσ. <i>εισί</i> (δωρ. <i>εντί</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>enti</i>, με [[αντέκταση]] και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>-, <span style="color: red;"><</span> <i>henti</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ĪE</i><i>s</i>-<i>enti</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>s</i>-<i>anti</i>), με [[ψίλωση]] που οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τον ενικό αριθμό. Ο [[ομηρικός]] τ. του παρατατικού <i>ή</i>-<i>α</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>lE</i><i>es</i>-<i>m</i>) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ăsam</i><br />ο αρχ. [[αττικός]] [[τύπος]] <i>η</i> προήλθε από το <i>ήα</i> με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>ή</i>-<i>ν</i> πήρε την [[κατάληξη]] -<i>ν</i> αναλογικά [[προς]] τους λοιπούς παρατατικούς και αορίστους σε -<i>ν</i> (<i>έλεγον</i>, [[είπον]], <i>ελάμβανον</i>, <i>έλαβον</i>). Τέλος, η μτχ. <i>ων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sont</i>) εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας ενώ η ομηρική μτχ. <i>εών</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>es</i>-<i>ont</i>) την απαθή. Το νεοελλ. [[ρήμα]] <i>εί</i>-<i>μαι</i> σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[μέσα]] ρήματα <i>κεί</i>-<i>μαι</i>, <i>κάθη</i>-<i>μαι</i>, <i>στέκο</i>-<i>μαι</i>, <i>κοιμού</i>-<i>μαι</i>, ξεκινώντας από τους τ. του παρατατικού (<i>ήμην</i>, <i>ήσο</i>, <i>ήτο</i> κ.λπ., που συνέπιπταν με τα <i>εκαθή</i>-<i>μην</i>, <i>εκάθη</i>-<i>σο</i>, <i>εκάθη</i>-<i>το</i> <b>κ.λπ.</b>), ο δε [[αναβιβασμός]] του τόνου εξηγείται αναλογικά [[προς]] τους μεταγενέστερους τύπους του παρατατικού (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ήμην</i>, <i>ήσο</i>, <i>ήτο</i>) και τους τύπους τών μέσων ρημάτων που τονίζονται στην παραλήγουσα (<b>[[πρβλ]].</b> [[κείμαι]]) [[καθώς]] [[επίσης]] και αναλογικά [[προς]] το γ' ενικό πρόσ. <i>ένι</i>. Το γ' εν. πρόσ. [[είναι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. [[έναι]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ένι</i> «εστί, εισί», με [[επίδραση]] του [[είμαι]], <i>είσαι</i>, <i>είμεθα</i>. Το ρ. [[ειμί]], όπως εξάλλου και το <i>έχω</i>, από τους χρόνους της Κοινής, όταν ο [[χρόνος]], η [[έγκλιση]] και το [[ποιόν]] ενεργείας αρχίζουν να εκφέρονται περιφραστικά, λειτουργεί ως βοηθητικό. Το [[φαινόμενο]] αυτό, που [[είναι]] πολύ κοινό και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>I am walking</i>, <i>I have walked</i>, γαλλ. <i>J</i>'<i>ai mange</i>, <i>Je suis arrive</i> <b>κ.ά.</b>) οφείλεται [[πιθανώς]] (<b>βλ.</b> Γ. Μπαμπινιώτη, <i>Συνοπτική [[ιστορία]] της ελληνικής γλώσσας</i>, Αθήνα 1985, σ. 132 κ.ε.) στο ότι οι γραμματικές σημασίες (τ.έ. η γραμματικοποιημένη [[δήλωση]] ορισμένης μορφοσυντακτικής σημασίας) τών λέξεων άρχισαν να λεξικοποιούνται, δηλ. να δηλώνονται με λέξεις [[αντί]] με [[γραμματικά]] ή λεξιλογικά μορφήματα (π.χ. το <i>γέγραφα</i> έγινε <i>έχω γράψει</i>, το <i>γέγραμμαι [[είμαι]] [[γραμμένος]]). Το ρ. [[ειμί]] χρησιμοποιήθηκε εξάλλου ήδη από την Αρχαία για τη [[δήλωση]] της αντιθέσεως [[μεταξύ]] διάρκειας / συνέχειας και μη-διάρκειας / μη-συνέχειας στον ενεστώτα: [[ειμί]] λέγων</i>: [[λέγω]], [[ειμί]] ορών</i>: <i>ορώ</i>, [[πράγμα]] που υποχώρησε και εξαφανίστηκε στη νέα Ελληνική, εξαιρουμένου του αρχαιοπινούς ιδιώματος της Τσακωνικής, όπου απαντούν τύποι όπως: <i>έμι ορού</i> ([[ειμί]] ορών</i>), <i>έσσι ορού</i> (<i>εί ορών</i>), <i>έννι ορού</i> (=<i>εστί ορών</i>). Το νεοελλ. ρ. [[είμαι]] μπορεί να διακριθεί, ανάλογα με τη [[χρήση]] του, σε [[τρεις]] διαφορετικές κατηγορίες: συνδετικό, υπαρκτικό και βοηθητικό. Παρουσιάζει [[ιδιαιτερότητα]] στην [[κλίση]] του γι' αυτό και κατατάσσεται στα ανώμαλα-ελλιπή. Ενώ μορφολογικά εμφανίζεται ως μεσοπαθητικό, διαφέρει από τα ρήματα αυτής της κατηγορίας. Δεν σχηματίζει περιφραστικούς-σύνθετους χρόνους [[εκτός]] από τον μέλλοντα (<i>θα [[είμαι]]) και έχει μόνο δύο μορφολογικά διακεκριμένους τύπους: [[είμαι]] και <i>ήμουν</i>, [[καθώς]] και τη μτχ. <i>όντας</i> / <i>ών</i>. Δεν εμφανίζει μορφολογική [[διάκριση]] [[μεταξύ]] ατελούς και τέλειου ποιού ενεργείας, όπως τα άλλα ρήματα (<i>γράφ</i>-<i>ω</i>, <i>έ</i>-<i>γραψ</i>-<i>α</i>), γι' αυτό και έχει υποστηριχθεί ότι σε αυτό το [[ρήμα]] έχει επέλθει [[εξουδετέρωση]] της σχέσεως [[μεταξύ]] ποιού ενεργείας και τύπου. Οι υπόλοιποι χρόνοι και τύποι του ρήματος υποκαθίστανται από συνώνυμα: [[υπάρχω]], <i>βρίσκομαι</i>, [[γίνομαι]], [[χρηματίζω]]-[[διατελώ]], [[κάνω]], [[πηγαίνω]], [[στέκομαι]], [[αποτελώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[άπειμι]], [[ένειμι]], [[έξειμι]], [[έπειμι]], [[μέτειμι]], [[πάρειμι]], [[περίειμι]], [[πρόειμι]], [[πρόσειμι]], [[σύνειμι]], <i>ύπειμι</i>, [[υπέρειμι]]].
|mltxt=(AM [[εἰμί]]<br />Α και αιολ. τ. [[ἐμμί]]<br />Μ και εἶμαι)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], ζω («...ήταν [[ένας]] [[γέρος]] και μια [[γριά]]», «οὐκ ἐσθ' [[οὗτος]] [[ἀνήρ]] οὐδ' ἔσσεται» — δεν υπάρχει [[ούτε]] πρόκειται να υπάρξει)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[υπάρχω]], βρίσκομαι) («δεν [[είναι]] [[στάρι]] [[φέτος]]», «ὁ [[παράδεισος]] αὐτὸς εἰς Ρωμανίαν ἔναι», «ὄλωλεν οὐδ' ἔτ' ἐστὶ [[Τροία]]»)<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, περιστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[υπάρχω]], [[συμβαίνω]] («[[είναι]] [[συνωμοσία]]», «[[είναι]] [[ειρήνη]]», «ἕως ἄν ὁ [[πόλεμος]] ᾖ» — εφόσον διαρκεί ο [[πόλεμος]], [και σε [[ερώτηση]]] «τί [[είναι]];» «τί ἐστίν;» τί συμβαίνει;)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] (στην [[πραγματικότητα]]), σε [[αντίθεση]] [[προς]] το «[[φαίνομαι]]» («δεν [[είναι]] αυτό που φαίνεται» ή «αυτό που δείχνει», «[[διπλάσιος]]... ἤ ἐστι»<br />τὰ [[ὄντα]]<br />αυτά που πραγματικά υπάρχουν<br /><i>ὁ Ὤν</i><br />αυτός που πραγματικά υπάρχει για [[πάντα]], ο Θεός)<br /><b>5.</b> [[παρευρίσκομαι]] («ήμουν κι εγώ [[εκεί]]», «ὁ Λάζαρος ἦν εἷς τών ἀνακειμένων»)<br /><b>6.</b> βρίσκομαι (σε [[ηλικία]]) («ήταν [[είκοσι]] χρόνων», «ἦν ἐτῶν εἴκοσιν»)<br /><b>7.</b> [[προέρχομαι]], [[κατάγομαι]] («[[είμαι]] από την Κόρινθο»<br />«τίνος είσαι;» [[ποιός]] [[είναι]] ο [[πατέρας]] σου; «πατρὸς εἴμ' ἀγαθοῑο»)<br /><b>8.</b> [[ανήκω]], [[είμαι]] [[κτήμα]] («το [[σπίτι]] [[είναι]] του [[πατέρα]] μας», «Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν»)<br /><b>9.</b> [[ανήκω]] σε [[τάξη]], [[υπηρεσία]], [[αρχή]] κ.λπ. («[[είναι]] της βουλής, της συνόδου, της κεντρικής επιτροπής», «ἐτύγχανε [[βουλῆς]] ὤν» — έτυχε να [[είναι]] της βουλής, να [[είναι]] [[βουλευτής]])<br /><b>10.</b> [[ανήκω]] στην [[παράταξη]] ή στην [[ομάδα]] κάποιου, εξαρτώμαι από κάποιον («ήταν του Βενιζέλου» ή «ήταν [[άνθρωπος]] του Βενιζέλου», «[[ἦσαν]] τινὲς μὲν Φιλίππου»)<br /><b>11.</b> [[ανήκω]] στα έργα, στη [[συνήθεια]], στη [[φύση]], στη [[δικαιοδοσία]] κάποιου (α. «δεν [[είναι]] της [[σειράς]] μας» β. «δεν [[είναι]] του χαρακτήρα σου», γ. «οὔ τοι γυναικός ἐστιν» — δεν [[είναι]] γυναικεία δουλειά, δεν ταιριάζει σε [[γυναίκα]])<br /><b>12.</b> [[είμαι]] απασχολημένος με [[κάτι]] («[[είμαι]] στις εξετάσεις», «[[είμαι]] στα πιάτα», «[[είμαι]] στην [[υποδοχή]]», «[[ἦσαν]] τοῡ θύειν»)<br /><b>13.</b> ως συνδετικό (με [[κατηγορούμενο]] που δηλώνει [[ιδιότητα]] του υποκειμένου) («ο [[τόπος]] [[είναι]] [[ιερός]]», «αὕτη ἐστὶ ἡ τῆς καταπαύσεως [[ἡμέρα]]», «τί ἐστὶν [[ἀλήθεια]];»)<br /><b>14.</b> συμβαίνει, γίνεται («πώς ήταν αυτό και μάς ήρθες [[ξαφνικά]];»)<br /><b>15.</b> [[είναι]] δυνατόν, μπορεί («δεν [[είναι]] να φύγω», «ήταν να σκοτωθούν πολλοί», «ἔστι τοῡτο μαθεῑν»)<br /><b>16.</b> (η προστακτική [[έστω]] σε συλλογισμούς, υποθέσεις <b>κ.λπ.</b>) ας γίνει δεκτό, ας υποτεθεί («[[έστω]] η [[ευθεία]] ΑΒ»)<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «αἰχρόν ἐστι καὶ λέγειν» — [[είναι]] [[ντροπή]] και να το αναφέρει [[κανείς]]<br />β) «ἔστιν ὅτε» — [[ενίοτε]], [[κάπου]], [[κάπου]]<br />γ) «ἔστι δίκης [[ὀφθαλμός]]» — θα έρθει η ώρα της δίκαιης τιμωρίας<br />δ) «ἔσσεται ἧμαρ» — θα έρθει η ώρα σου, [[είναι]] αναπόφευκτο να συμβεί<br />ε) «τοῡτ' ἐστι» — [[δηλαδή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προορίζομαι για («[[είναι]] να πεθάνει», «[[είναι]] για [[πολιτικός]]», «[[εἶναι]] διὰ ζωήν», «αυτά όλα [[είναι]] για [[σένα]]»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[είναι]] για [[αξιωματικός]], για [[κληρικός]] κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[είμαι]] για να γράψω»<br />«[[είμαι]] για [[ταξίδι]]»)<br /><b>4.</b> πρόκειται να («[[είναι]] να σκοτωθούν πολλοί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[διάθεση]] καλή ή κακή («[[είμαι]] [[λυπημένος]], [[χαρούμενος]], οργισμένος με τους γονείς μου»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[άξιος]] για [[κάτι]], αξίζει να [[κάνω]] ή να πάθω [[κάτι]] (α. «δεν [[είμαι]] γι' αυτή τη [[θέση]]» β. «είσαι για [[φίλημα]]» — πολύ όμορφη<br />γ. «για γέλια, για κλάματα, για τα πανηγύρια» — αξίζει να γελάνε κ.λπ. εις [[βάρος]] σου<br />δ. «είσαι για τα σίδερα» — είσαι [[τρελός]])<br /><b>3.</b> συμπεριλαμβάνομαι («δεν [[είμαι]] στον κατάλογο»)<br /><b>4.</b> πρόκειται να («[[είναι]] να έρθει, δεν [[ξέρω]] αν θα μπορέσει»)<br /><b>5.</b> (για καιρικές συνθήκες) επικρατεί («[[είναι]] [[ζέστη]], [[ομίχλη]], [[κρύο]] κ.λπ.»)<br /><b>6.</b> [[είναι]] μοιραίο («όταν [[είναι]] να πεθάνεις [[τίποτε]] δεν σέ γλυτώνει»)<br /><b>7.</b> [[είναι]] δικαιολογημένο («[[είναι]] να χάνει [[κανείς]] τον νου του»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] με το [[μέρος]] σου» ή «[[είμαι]] [[μαζί]] σου» — σέ [[υποστηρίζω]] ή [[συμφωνώ]] [[μαζί]] σου<br />β) «και πού είσαι [[ακόμα]]» — θα ακολουθήσουν και [[χειρότερα]] (ή και καλύτερα)<br />γ) «δεν [[είναι]] στα καλά του» — [[είναι]] [[τρελός]]<br />δ) «[[είμαι]] της γνώμης...» — έχω τη [[γνώμη]] ότι, η άποψή μου [[είναι]]...<br />ε) «[[είμαι]] σε [[θέση]] να...» — έχω τη [[δυνατότητα]], [[μπορώ]]<br />στ) «[[είναι]] που [[είναι]]» — έχει κάποια [[ιδιότητα]] σε μεγάλο βαθμό<br />ζ) «είμαστε για νά 'μαστε» — είμαστε εντελώς έτοιμοι<br />η) «όπου νά 'ναι» ή «όπου και νά 'ναι» — σε λίγο<br />θ) «[[είναι]] στο [[χέρι]] μου» — εξαρτάται από μένα<br />ι) «[[είναι]] να τραβάς τα μαλλιά σου» — συμβαίνει [[κάτι]] εξωφρενικό<br />ια) «τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ» (για αβάσιμους κομπασμούς και άκαιρες συγκρίσεις)<br />ιβ) «τίς εἶ;» [[ερώτηση]] σκοπού [[προς]] όποιον πλησιάζει<br />ιγ) «[[οὕτως]] εἴη μοι ὁ Θεὸς βοηθὸς καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῡ Εὐαγγέλιον» — η τελευταία [[φράση]] του όρκου τών μαρτύρων στο δικαστήριο<br />ιδ) (με μτχ. παθ. παρακμ.) «[[είμαι]] [[φαγωμένος]]» — έχω φάει, «[[είμαι]] διαβασμένος» — έχω διαβάσει<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «εἶμαι εἰς [[θέλημα]]» — [[είμαι]] στη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>2.</b> «εἶμαι εἰς ὁρισμόν» — [[είμαι]] [[υπήκοος]] κάποιου<br /><b>3.</b> «εἶμαι εἰς τὴν βουλήν (σου)» — [[συμφωνώ]] με τις σκέψεις σου<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (ως συνδετικό) [[ισοδυναμώ]], ισούμαι («τὰ δὶς [[πέντε]] [[δέκα]] ἐστίν»)<br /><b>2.</b> (με γενική κατηγορηματική) [[είναι]] κατασκευασμένο από... («ἡ [[κρηπίς]] ἐστι λίθων μεγάλων»)<br /><b>3.</b> (με δοτ. κτητ.) έχω [[κάτι]] («[[εἰσί]] μοι παῑδες» — έχω [[παιδιά]])<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τί ἐμοὶ καὶ σοί (ἐστι);» — τί κοινό υπάρχει [[ανάμεσα]] σε μένα και σε [[σένα]];<br /><b>2.</b> α) «ἔστιν ὅς ἠ [[ὅστις]]» — [[κάποιος]]<br />β) «οὐκ ἔστιν ὅς» — [[κανείς]]<br />γ) «οὐκ ἔστιν [[ὅστις]] οὐ» — πάντες, όλοι<br />δ) «ἔστιν ὅτε» — [[ενίοτε]], [[κάπου]] [[κάπου]], «οὐκ ἔστιν ὅτε» — [[ποτέ]]<br />ε) «[[εἰμὶ]] ἐν ἀξιώματι» — μέ εκτιμούν<br /><b>3.</b> «[[εἰμὶ]] ἐν τέχνῃ, φιλοσοφίᾳ κ.λπ.» — [[ασχολούμαι]] συστηματικά<br /><b>4.</b> «[[εἰμὶ]] ἐπ' ἐμαυτοῡ» — [[είμαι]] [[ολομόναχος]]<br /><b>5.</b> «[[εἰμὶ]] ἐπί τινι» — εξαρτώμαι από κάποιον<br /><b>6.</b> «[[εἰμὶ]] ὑπό τινα» ή «[[εἰμί]] τινι» — βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>7.</b> «[[εἰμὶ]] [[περί]] τι» — [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>8.</b> «ἔστι μοι ἀσμένῳ, βουλομένῳ κ.λπ.» — μού [[είναι]] ευχάριστο, [[θέλω]] κ.λπ.<br /><b>9.</b> «[[εἰμὶ]] ἀπ' οἴκου» — [[είμαι]] [[μακριά]] απὸ την [[πατρίδα]]<br /><b>10.</b> «[[εἰμὶ]] ἐπί τινα» — στρέφομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>11.</b> «περὶ τούτων ἐστίν» — αυτό [[είναι]] το [[ζήτημα]]<br />[[είναι]] (AM [[εἶναι]])<br />(απρμφ. ενεστ.) «τὸ [[εἶναι]]» — η [[πραγματικότητα]], η αληθινή ύπαρξη, σε [[αντίθεση]] με το «φαίνεσθαι»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[είναι]] μου» — η ύπαρξη μου, εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ειμί]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>es</i>- «[[είμαι]]». Ο τ. [[ειμί]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>es</i>-<i>mi</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>s</i>-<i>mi</i>, λιθ. <i>es</i>-<i>mi</i>, χετ. <i>ešmi</i>, ενώ το λατ. <i>sum</i> αποτελεί νεώτερο σχηματισμό). Το β' εν. πρόσ. <i>ει</i> (επ. δωρ. <i>εσ</i>-<i>σί</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>e</i>-<i>si</i> (με σίγηση του -<i>s</i>- [[μεταξύ]] φωνηέντων) <span style="color: red;"><</span> <i>es</i>-<i>si</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>s</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>asi</i>, λιθ. <i>esi</i>, χετ. <i>ešši</i>, λατ. <i>es</i>) και το γ' εν. πρόσ. <i>εστί</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ē</i><i>s</i>-<i>ti</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>as</i>-<i>ti</i>, λιθ. <i>esti</i>, χετ. <i>ešzi</i>, λατ. <i>est</i>). Οι τύποι <i>εσμέν</i> (ιων. <i>ειμέν</i>), <i>εστέ</i> σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] τους τύπους του ενικού αριθμού, ενώ το γ' πληθ. πρόσ. <i>εισί</i> (δωρ. <i>εντί</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>enti</i>, με [[αντέκταση]] και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>-, <span style="color: red;"><</span> <i>henti</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ĪE</i><i>s</i>-<i>enti</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>s</i>-<i>anti</i>), με [[ψίλωση]] που οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τον ενικό αριθμό. Ο [[ομηρικός]] τ. του παρατατικού <i>ή</i>-<i>α</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>lE</i><i>es</i>-<i>m</i>) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ăsam</i><br />ο αρχ. [[αττικός]] [[τύπος]] <i>η</i> προήλθε από το <i>ήα</i> με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>ή</i>-<i>ν</i> πήρε την [[κατάληξη]] -<i>ν</i> αναλογικά [[προς]] τους λοιπούς παρατατικούς και αορίστους σε -<i>ν</i> (<i>έλεγον</i>, [[είπον]], <i>ελάμβανον</i>, <i>έλαβον</i>). Τέλος, η μτχ. <i>ων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sont</i>) εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας ενώ η ομηρική μτχ. <i>εών</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>es</i>-<i>ont</i>) την απαθή. Το νεοελλ. [[ρήμα]] <i>εί</i>-<i>μαι</i> σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[μέσα]] ρήματα <i>κεί</i>-<i>μαι</i>, <i>κάθη</i>-<i>μαι</i>, <i>στέκο</i>-<i>μαι</i>, <i>κοιμού</i>-<i>μαι</i>, ξεκινώντας από τους τ. του παρατατικού (<i>ήμην</i>, <i>ήσο</i>, <i>ήτο</i> κ.λπ., που συνέπιπταν με τα <i>εκαθή</i>-<i>μην</i>, <i>εκάθη</i>-<i>σο</i>, <i>εκάθη</i>-<i>το</i> <b>κ.λπ.</b>), ο δε [[αναβιβασμός]] του τόνου εξηγείται αναλογικά [[προς]] τους μεταγενέστερους τύπους του παρατατικού (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ήμην</i>, <i>ήσο</i>, <i>ήτο</i>) και τους τύπους τών μέσων ρημάτων που τονίζονται στην παραλήγουσα (<b>[[πρβλ]].</b> [[κείμαι]]) [[καθώς]] [[επίσης]] και αναλογικά [[προς]] το γ' ενικό πρόσ. <i>ένι</i>. Το γ' εν. πρόσ. [[είναι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. [[έναι]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ένι</i> «εστί, εισί», με [[επίδραση]] του [[είμαι]], <i>είσαι</i>, <i>είμεθα</i>. Το ρ. [[ειμί]], όπως εξάλλου και το <i>έχω</i>, από τους χρόνους της Κοινής, όταν ο [[χρόνος]], η [[έγκλιση]] και το [[ποιόν]] ενεργείας αρχίζουν να εκφέρονται περιφραστικά, λειτουργεί ως βοηθητικό. Το [[φαινόμενο]] αυτό, που [[είναι]] πολύ κοινό και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>I am walking</i>, <i>I have walked</i>, γαλλ. <i>J</i>'<i>ai mange</i>, <i>Je suis arrive</i> <b>κ.ά.</b>) οφείλεται [[πιθανώς]] (<b>βλ.</b> Γ. Μπαμπινιώτη, <i>Συνοπτική [[ιστορία]] της ελληνικής γλώσσας</i>, Αθήνα 1985, σ. 132 κ.ε.) στο ότι οι γραμματικές σημασίες (τ.έ. η γραμματικοποιημένη [[δήλωση]] ορισμένης μορφοσυντακτικής σημασίας) τών λέξεων άρχισαν να λεξικοποιούνται, δηλ. να δηλώνονται με λέξεις [[αντί]] με [[γραμματικά]] ή λεξιλογικά μορφήματα (π.χ. το <i>γέγραφα</i> έγινε <i>έχω γράψει</i>, το <i>γέγραμμαι [[είμαι]] [[γραμμένος]]). Το ρ. [[ειμί]] χρησιμοποιήθηκε εξάλλου ήδη από την Αρχαία για τη [[δήλωση]] της αντιθέσεως [[μεταξύ]] διάρκειας / συνέχειας και μη-διάρκειας / μη-συνέχειας στον ενεστώτα: [[ειμί]] λέγων</i>: [[λέγω]], [[ειμί]] ορών</i>: <i>ορώ</i>, [[πράγμα]] που υποχώρησε και εξαφανίστηκε στη νέα Ελληνική, εξαιρουμένου του αρχαιοπινούς ιδιώματος της Τσακωνικής, όπου απαντούν τύποι όπως: <i>έμι ορού</i> ([[ειμί]] ορών</i>), <i>έσσι ορού</i> (<i>εί ορών</i>), <i>έννι ορού</i> (=<i>εστί ορών</i>). Το νεοελλ. ρ. [[είμαι]] μπορεί να διακριθεί, ανάλογα με τη [[χρήση]] του, σε [[τρεις]] διαφορετικές κατηγορίες: συνδετικό, υπαρκτικό και βοηθητικό. Παρουσιάζει [[ιδιαιτερότητα]] στην [[κλίση]] του γι' αυτό και κατατάσσεται στα ανώμαλα-ελλιπή. Ενώ μορφολογικά εμφανίζεται ως μεσοπαθητικό, διαφέρει από τα ρήματα αυτής της κατηγορίας. Δεν σχηματίζει περιφραστικούς-σύνθετους χρόνους [[εκτός]] από τον μέλλοντα (<i>θα [[είμαι]]) και έχει μόνο δύο μορφολογικά διακεκριμένους τύπους: [[είμαι]] και <i>ήμουν</i>, [[καθώς]] και τη μτχ. <i>όντας</i> / <i>ών</i>. Δεν εμφανίζει μορφολογική [[διάκριση]] [[μεταξύ]] ατελούς και τέλειου ποιού ενεργείας, όπως τα άλλα ρήματα (<i>γράφ</i>-<i>ω</i>, <i>έ</i>-<i>γραψ</i>-<i>α</i>), γι' αυτό και έχει υποστηριχθεί ότι σε αυτό το [[ρήμα]] έχει επέλθει [[εξουδετέρωση]] της σχέσεως [[μεταξύ]] ποιού ενεργείας και τύπου. Οι υπόλοιποι χρόνοι και τύποι του ρήματος υποκαθίστανται από συνώνυμα: [[υπάρχω]], <i>βρίσκομαι</i>, [[γίνομαι]], [[χρηματίζω]]-[[διατελώ]], [[κάνω]], [[πηγαίνω]], [[στέκομαι]], [[αποτελώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[άπειμι]], [[ένειμι]], [[έξειμι]], [[έπειμι]], [[μέτειμι]], [[πάρειμι]], [[περίειμι]], [[πρόειμι]], [[πρόσειμι]], [[σύνειμι]], <i>ύπειμι</i>, [[υπέρειμι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm