μεταγωγικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(24)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μεταγωγικός]], -ή, -όν) [[μεταγωγή]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταφέρει, [[μεταφορικός]] («[[μεταγωγικό]] [[σώμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μεταγωγικό]]<br />μεταφορικό [[μέσο]], [[κυρίως]] του στρατού, όπως ζώο, όχημα, [[αεροσκάφος]], [[πλοίο]], το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μεταγωγικῶς]] (Μ)<br />[[κατά]] [[μεταγωγή]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μεταγωγικός]], -ή, -όν) [[μεταγωγή]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταφέρει, [[μεταφορικός]] («[[μεταγωγικό]] [[σώμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μεταγωγικό]]<br />μεταφορικό [[μέσο]], [[κυρίως]] του στρατού, όπως ζώο, όχημα, [[αεροσκάφος]], [[πλοίο]], το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μεταγωγικῶς]] (Μ)<br />[[κατά]] [[μεταγωγή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μεταγωγικός, -ή, -όν) μεταγωγή
ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικόςμεταγωγικό σώμα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό
μεταφορικό μέσο, κυρίως του στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.
επίρρ...
μεταγωγικῶς (Μ)
κατά μεταγωγή.