παραστατικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παραστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[παράσταση]] ή που έχει γίνει με τη [[βοήθεια]] προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να παριστάνει, να εκφράζει [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[ζωντάνια]] («παραστατική [[περιγραφή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> «παραστατική [[γεωμετρία]]» — [[κλάδος]] της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες ενός σχήματος του χώρου μελετώντας τις ιδιότητες της παράστασης του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παραστατικό</i><br />(παλαιότερος όρος) το [[μέρος]] της ψυχολογίας που ερευνά τις παραστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να σταθεί [[κοντά]] σε ένα [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να παραστήσει, να απεικονίσει [[κάτι]] ενώπιον άλλου<br /><b>3.</b> αυτός που φανερώνει [[κάτι]], [[αποκαλυπτικός]]<br /><b>4.</b> [[ενδεικτικός]]<br /><b>5.</b> [[αποδεικτικός]], [[επαληθευτικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να διεγείρει<br /><b>7.</b> αυτός που προκαλεί [[διάθεση]], [[ροπή]], [[τάση]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει [[ετοιμότητα]] πνεύματος<br /><b>9.</b> [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]<br /><b>10.</b> απελπισμένος, [[μανιώδης]], [[παράφορος]]<br />11.0 αφιερωμένος στη [[μνήμη]] κάποιου<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παραστατική</i><br />η [[παραστάδα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παραστατικόν]]<br />[[μνήμα]], [[τάφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραστατικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραστατικῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο παραστατικό, με ζωηρή [[περιγραφή]], με [[παραστατικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με πολύ [[μεγάλη]] [[τόλμη]] και [[θάρρος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[παραστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[παράσταση]] ή που έχει γίνει με τη [[βοήθεια]] προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να παριστάνει, να εκφράζει [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[ζωντάνια]] («παραστατική [[περιγραφή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> «παραστατική [[γεωμετρία]]» — [[κλάδος]] της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες ενός σχήματος του χώρου μελετώντας τις ιδιότητες της παράστασης του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παραστατικό</i><br />(παλαιότερος όρος) το [[μέρος]] της ψυχολογίας που ερευνά τις παραστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να σταθεί [[κοντά]] σε ένα [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να παραστήσει, να απεικονίσει [[κάτι]] ενώπιον άλλου<br /><b>3.</b> αυτός που φανερώνει [[κάτι]], [[αποκαλυπτικός]]<br /><b>4.</b> [[ενδεικτικός]]<br /><b>5.</b> [[αποδεικτικός]], [[επαληθευτικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να διεγείρει<br /><b>7.</b> αυτός που προκαλεί [[διάθεση]], [[ροπή]], [[τάση]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει [[ετοιμότητα]] πνεύματος<br /><b>9.</b> [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]<br /><b>10.</b> απελπισμένος, [[μανιώδης]], [[παράφορος]]<br />11.0 αφιερωμένος στη [[μνήμη]] κάποιου<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παραστατική</i><br />η [[παραστάδα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παραστατικόν]]<br />[[μνήμα]], [[τάφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραστατικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραστατικῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο παραστατικό, με ζωηρή [[περιγραφή]], με [[παραστατικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με πολύ [[μεγάλη]] [[τόλμη]] και [[θάρρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm