εκκλησιαστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(10)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκκλησιαστικός]], -ή, -όν)<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εκκλησία]] του Χριστού («εκκλησιαστική [[ιστορία]], [[μουσική]], ζωή, [[αγιογραφία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐκκλησιαστικά</i><br />οι υποθέσεις της Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με αυτήν<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐκκλησιαστικός]]<br />ιερωμένος, [[κληρικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θεοφοβούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη [[συνέλευση]] του δήμου<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκκλησιαστικώς</i> (AM ἐκκλησιαστικῶς)<br />σύμφωνα με τους κανόνες και την [[παράδοση]] της Εκκλησίας.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκκλησιαστικός]], -ή, -όν)<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εκκλησία]] του Χριστού («εκκλησιαστική [[ιστορία]], [[μουσική]], ζωή, [[αγιογραφία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐκκλησιαστικά</i><br />οι υποθέσεις της Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με αυτήν<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐκκλησιαστικός]]<br />ιερωμένος, [[κληρικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θεοφοβούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη [[συνέλευση]] του δήμου<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκκλησιαστικώς</i> (AM ἐκκλησιαστικῶς)<br />σύμφωνα με τους κανόνες και την [[παράδοση]] της Εκκλησίας.
}}
}}