3,274,919
edits
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>)]. | ||
}} | }} |