εφέστιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφέστιος]], -ον, ιων. τ. [[ἐπίστιος]], -ον και [[ἐφίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[εστία]], στο [[σπίτι]] του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι [[ἐφέστιος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» — όσοι [[Τρώες]] βρίσκονται στα σπίτια τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για ικέτες που κάθονται [[δίπλα]] στην [[εστία]] και ζητούν [[προστασία]] («[[ἱκέτης]] καὶ δόμων [[ἐφέστιος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξένος]], φιλοξενούμενος («ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που κατοικεί με κάποιον («ἐφέστιον ἀθανάτοισιν» — που κατοικεί με τους αθανάτους», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>5.</b> (γενικά) αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]] ή στην [[οικογένεια]] («ἐφέστιοι εὐναί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>ιων.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />η [[οικογένεια]], <b>Ηρόδ.</b><br />β) <i>τὸ ἐφέστιον</i><br />ο [[τόπος]], η [[πατρίδα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφέστιοι θεοί» — θεοί, προστάτες του οικογενειακού βίου, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η [[εστία]] και τών οποίων τα αγάλματα ήταν [[κοντά]] σ' αυτήν<br />β) «[[Ζεὺς]] [[ἐπίστιος]]» ή «[[Ζεὺς]] [[ἐφέστιος]]»<br />[[Ζευς]] [[προστάτης]] της φιλοξενίας<br /><b>8.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[κρασί]] που προσφερόταν [[κατά]] την [[υποδοχή]] φιλοξενουμένου, το [[ανίσωμα]] (δ. γρφ. <i>ἀνισων</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑστία]].
|mltxt=[[ἐφέστιος]], -ον, ιων. τ. [[ἐπίστιος]], -ον και [[ἐφίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[εστία]], στο [[σπίτι]] του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι [[ἐφέστιος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» — όσοι [[Τρώες]] βρίσκονται στα σπίτια τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για ικέτες που κάθονται [[δίπλα]] στην [[εστία]] και ζητούν [[προστασία]] («[[ἱκέτης]] καὶ δόμων [[ἐφέστιος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξένος]], φιλοξενούμενος («ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που κατοικεί με κάποιον («ἐφέστιον ἀθανάτοισιν» — που κατοικεί με τους αθανάτους», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>5.</b> (γενικά) αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]] ή στην [[οικογένεια]] («ἐφέστιοι εὐναί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>ιων.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />η [[οικογένεια]], <b>Ηρόδ.</b><br />β) <i>τὸ ἐφέστιον</i><br />ο [[τόπος]], η [[πατρίδα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφέστιοι θεοί» — θεοί, προστάτες του οικογενειακού βίου, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η [[εστία]] και τών οποίων τα αγάλματα ήταν [[κοντά]] σ' αυτήν<br />β) «[[Ζεὺς]] [[ἐπίστιος]]» ή «[[Ζεὺς]] [[ἐφέστιος]]»<br />[[Ζευς]] [[προστάτης]] της φιλοξενίας<br /><b>8.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[κρασί]] που προσφερόταν [[κατά]] την [[υποδοχή]] φιλοξενουμένου, το [[ανίσωμα]] (δ. γρφ. <i>ἀνισων</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑστία]].
}}
}}